Μη-αναπόφευκτος
Ακόμα πιο συναρπαστική από την έννοια του χρόνου ως αφετηρία για μια έκθεση σύγχρονης τέχνης είναι η διαδικασία σύνδεσης σύγχρονων έργων με μια φράση όπως το «δεν υπάρχει τίποτα αναπόφευκτο όσον αφορά στο χρόνο». Κι αυτό γιατί κάθε έργο τέχνης ―αν όχι οτιδήποτε σε μια εποχή διάχυτης σχετικότητας όπως η δική μας― ακόμα κι όταν δεν μοιάζει να αφορά στο χρόνο, σίγουρα αναμετριέται μαζί του.
Αν κάτι, δε, είναι αναπόφευκτο σε αυτό το συγκείμενο είναι η παραπομπή στην περίφημη ρήση του Αγίου Αυγουστίνου:
«Αν με ρωτήσεις τι είναι χρόνος δεν ξέρω να απαντήσω αν δεν με ρωτήσεις όμως ξέρω».
Απέναντι σε μια έννοια που γνωρίζουμε βαθειά και βιωματικά αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε, οι ιδιοσυγκρασιακοί δρόμοι που ανοίγει η τέχνη μπορεί να αποβούν ανέλπιστα δημιουργικοί.
Καθεμία και καθένας από τις/τους συμμετέχοντες στην έκθεση «there is nothing inevitable about time» (δεν υπάρχει τίποτα αναπόφευκτο όσον αφορά στον χρόνο), στον λευκό και φωτεινό χώρο του Tavros Project Space, μετράει, αναπόφευκτα, τον χρόνο διαφορετικά. Κατά τη διάρκεια της περιήγησης στην έκθεση ―πρώτη από μια ενότητα τριών εκθέσεων στο ίδιο θέμα αλλά με διαφορετικούς καλλιτέχνες― ο χρόνος (ανα)μετριέται με το καταιγιστικό θόρυβο του ―κρυμμένου στο τέλος της αίθουσας― βίντεο Tornedo (Ανεμοστρόβιλος), του Francis Alÿs με την Julien Deveaux, και την περιέργεια που εμπνέει να το ανακαλύψεις.
Ο Alÿs στο βίντεο αυτό κυνηγάει ανεμοστρόβιλους επιχειρώντας να εισχωρήσει στο κέντρο τους. Πρόκειται για διαδικασία Δον Κιχωτική, πράξη ματαιότητας και (άχρηστης) γενναιότητας. Το έργο αποτελείται από λούπες. Το παράλογο κυνήγι επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά σαν για να χάσει μέσω της επανάληψης κάθε βαρύτητα, καταλήγοντας μια Νιτσεϊκή παραβολή πάνω στην ασημαντότητά μας μέσα στη δίνη ενός κυκλικού χρόνου.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο ανάμεσα στην είσοδο στην έκθεση και μια γρήγορη κατάληξη στο θορυβώδες Tornedo είναι μάλλον το έργο της Meriç Algün, Glossary of Distance and Desire (Γλωσσάρι απόστασης και πόθου). Τα πολυγωνικά της τραπέζια-τάνγκραμ αποτελούν συστάδες μνήμης όπου ο χρόνος σταματά· κρυσταλλώνεται γύρω από μια φράση ενός βιβλίου του Barthes ή της Carson, κάθεται πάνω σ΄ έναν ήχο, στην ανάμνηση ενός χεριού ή μιας εικόνας της Αφροδίτης των Οτεντότων.
Ο χρόνος εδώ, χωρίς ούτε να παραδοθεί αμαχητί στο εντροπικό βέλος, ούτε να υποκλιθεί στον Μπερξόν, ακολουθεί μια εύθραυστη γραμμικότητα. Δεν υπάρχουν επαναλήψεις ―όπως δεν μπαίνεις ποτέ στο ίδιο ποτάμι― αλλά μοναδικές στιγμές-τεκμήρια γνώσης και μνήμης. Σε αντίθεση με τον αέναο κυκλικό χρόνο του Alÿs, ο χρόνος της Algün μετριέται μεθοδικά με το προσωπικό βίωμα και μόνο έτσι ανάγεται σε μη αναστρέψιμος. Τα πράγματα εξελίσσονται χαοτικά και αγύριστα - είτε πρόκειται για τους Ωκεανούς είτε για τον έρωτα.
Εντέλει η έκθεση όλη ισορροπεί επιτυχώς στη νοηματική γραμμή που ενώνει τα δύο αυτά έργα. Από τη μία η προσπάθεια να ορίσεις τον χρόνο μοιάζει άσκοπη, σαν κυνήγι ανεμοστρόβιλου. Από την άλλη απόσταση κι επιθυμία ενεργοποιούν εσωτερικά αυτό-που-λέμε χρόνο.
Εκατέρωθεν χωροχρόνος, πόθος και μνήμη παγώνουν ανάμεσα στην αδιαμφισβήτητη αιωνιότητα των δέντρων της Corrine Silva και το παγωμένο βλέμμα της μέδουσας όπως αναπαρίσταται από την ακατάπαυστη ροή των πινέλων της Ευδοξίας Δοξιάδη.
Διαβάζω προσεκτικά τα ποιήματα της ομάδας του περιοδικού ΦΡΜΚ που πλαισιώνουν την έκθεση και, όπως λέει το συνοδευτικό κείμενο, «μπορούν να διαβαστούν ως πρόλογοι, ιντερλούδια ή επίλογοι» ως «γλωσσική (προ)μνήμη», και το μικρό μου οδοιπορικό στο χρόνο σφραγίζεται από τις λέξεις της Γιάννας Μπούκοβα:
Το αναπόφευκτο παρέχει μηδέν συμβολική αξία