Η ύπαρξη του ανθρώπου αφήνει παντού ένα αποτύπωμα βίας -Συνέντευξη της Janis Rafa
Πριν δύο χρόνια το κρυπτικό και γοητευτικό Kala Azar (2020), η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Τζάνις Ραφαηλίδου απέσπασε σημαντικά βραβεία σε κινηματογραφικά φεστιβάλ παγκοσμίως. Φέτος, η ταλαντούχα εικαστικός, video artist και σκηνοθέτρια με την ιδιόμορφη προσέγγιση στον ανθρωποκεντρισμό και τη σχέση ανθρώπου-ζώου συμμετέχει στη 59η Διεθνή Έκθεση της Μπιενάλε της Βενετίας, The milk of time σε επιμέλεια της Cecilia Allemani. Πάνω στο σουρεαλισμό και τη μετα-ανθρώπινη συνθήκη, θέματα που διέπουν την έκθεση, κινήθηκε και η συζήτησή μας.
Ίχνη μιας αναζήτησης πάνω στο μετα-ανθρώπινο υπήρχαν στη δουλειά της ήδη από το residency της στην Ακαδημία Τέχνης του Άμστερνταμ μας είπε η καλλιτέχνης. Εκεί της γεννήθηκε η ανάγκη έκφρασης ισορροπιών και συσχετίσεων ανάμεσα στο ζώο και τον άνθρωπο. «Η καλλιτεχνική μου έρευνα πάνω σ΄ αυτές τις δυναμικές με οδήγησε σε έναν επαναπροσδιορισμό των εννοιών της ταφής, του αποχαιρετισμού και του θρήνου. Αρχικά από τον άνθρωπο προς το ζώο και στη συνέχεια ανάστροφα, από το ζώο προς τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο πατέρας μου που τον είχα δει ως παιδί να θάβει αναρίθμητα ζώα στον κήπο του σπιτιού μας». Αυτού του είδους οι βιωματικές διαδικασίες και οι αντιστροφές στερεοτυπικών ιεραρχιών άρχισαν σταδιακά μέσα από κινηματογραφικές προσπάθειες να σχηματοποιούνται σε συγκεκριμένες φόρμες. Έγιναν τελετουργικά που εμφανίζονταν όλο και συχνότερα στη δουλειά της. «Τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ανάγκη πια τον λόγο αλλά ένοιωθα καλύτερα με την απουσία κειμένου και λεκτικής επικοινωνίας. Κυρίως γιατί η σιγή ήταν συμβατή με την ιδιότητα του «αμίλητου» που έχουμε αποδώσει στη φύση και στα ζώα. Με αυτό τον τρόπο έφερνα μια νέα προσοχή στο μη ανθρώπινο.» Οι εκφραστικές αυτές σιωπές --κυρίαρχες και στο Καλά Αζάρ-- την οδήγησαν σε νέες φιλμικές απεικονίσεις του αλλόκοτου και του ανοίκειου. Με κέντρο πάντα το ελληνικό τοπίο, σε χώρους απροσδιόριστους, παρατημένους και αχαρτογράφητους, μέσα από το άχρονο και το άτοπο μιλούσε για τη ζωή και τον θάνατο. «Σ’ εκείνη τη φάση άρχισα να εστιάζω στο μετα-ανθρώπινο ή το υβριδικό. Αυτό που εγώ λέω συνύπαρξη» μας λέει η καλλιτέχνης. «Το προσέγγισα ερευνώντας τη βία και πώς αυτή διαγράφεται στο σώμα του ζώου, νεκρού ή ζωντανού. Γιατί η ύπαρξη του ανθρώπου αφήνει παντού ένα αποτύπωμα βίας και πρώτα απ’ όλα στο διαφορετικό σώμα, αυτό του ζώου δηλαδή. Συχνά την αναζητώ στο μοτίβο του κυνηγού, όπως συναντάται στην ιστορία της τέχνης, στην απεικόνιση κυνηγετικών σκυλιών ή νεκρών σωμάτων. Επιστρέφω συχνά εκεί, όπως και στο θέμα της εκδίκησης. Όταν οι ρόλοι αναστρέφονται και είναι πια η φύση ή η γυναίκα ή το ζώο που εκδικούνται. Όταν το ανθρώπινο, κυρίως δυτικό αντρικό, στοιχείο χάνει τη δύναμή του, αποκεφαλίζεται με κάποιον τρόπο.» Το φεμινιστικό στοιχείο στη δουλειά της προέκυψε αβίαστα, σχεδόν οργανικά. «Κάτι συμβαίνει και όλο μπλέκονται το ζωώδες με το γυναικείο. Το ζωώδες που με αφορούσε πάντα, γίνεται όλο και πιο άγριο, πιο εκδικητικό, πιο σκοτεινό και συνδέεται όχι μόνο με μια αναπαραγωγική, μητρική διάσταση αλλά εντέλει με τη γυναίκα γενικότερα στην ιστορία της τέχνης ως σύμβολο.» Σ’ αυτούς τους χώρους κινείται και στην επόμενη μεγάλου μήκους ταινία της.
Ένα άλλο θέμα που αναδύεται σ΄ αυτά τα πλαίσια του αλλόκοτου είναι και η «βρωμιά». «Μ’ ενδιαφέρει γιατί έχει να κάνει με το ζωώδες, τη δική μας ζωική διάσταση, είναι ένας τρόπος σύνδεσης του δικού μας σώματος, ως θνητά πλάσματα, με όλα τ΄ άλλα όντα, τα εξίσου θνητά κι ευάλωτα. Οι πληγές και τα σωματικά υγρά είναι στοιχεία που με βοηθούν να αποκωδικοποιώ τις σχέσεις και τις ομοιότητές μας. Η έννοια του ιερού και του μιαρού, του ταμπού και του αποδεκτού ως καθαρό ή για άλλους λόγους, είναι μια νέα θεματική που θέλω ν’ ανοίξω στο μέλλον.» Σχετικά με τη συνάφεια της δουλειάς της με τον σουρεαλισμό, παραδέχεται ότι αν κι ενίοτε καταπιεσμένος, ενυπήρχε πάντα στα μυθολογικά και υβριδικά στοιχεία που χρησιμοποιεί. «Αυτό όμως που απελευθέρωσε το σουρεαλιστικό στοιχείο στη δουλειά μου ήταν η κινηματογραφική γλώσσα. Το φτιάξιμο ενός γνώριμου, αυτοβιογραφικού χώρου στον οποίο όμως εντέλει προβάλεις μια δική σου, μεταλλαγμένη, ματιά της πραγματικότητας.»