Εγκώμιο στη βελόνα
Γεννημένη το 1910 στη Γαλλία από οικογένεια συντηρητών ταπισερί, η Louise Bourgeois διέτρεξε έναν αιώνα ζωής αφιερωμένης στο «μπάλωμα» προσωπικών και συλλογικών τραυμάτων και στην αναζήτηση λογικής σ’ ένα σύμπαν που έβγαζε όλο και λιγότερο νόημα, ιδιαίτερα για μια γυναίκα.
Μεγαλωμένη σε κατεξοχήν πατριαρχικό περιβάλλον και περνώντας αργότερα στη σκιά του υπερδραστήριου ιστορικού τέχνης συζύγου της Robert Goldwater, η καλλιτέχνης με το ανήσυχο πνεύμα και τις βαθιές ευαισθησίες βίωσε έντονα από τη μία τον αποκλεισμό της ως δημιουργό από τους δημοφιλείς καλλιτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης κι απ’ την άλλη την καθημερινότητα των συζυγικών υποχρεώσεων ως αποπνικτική συνθήκη εγκλεισμού.
Η έκθεση «The Woven Child» στην Hayward Gallery, παρουσιάζει δουλειά των δύο τελευταίων δεκαετιών της σπουδαίας δημιουργού, όταν πλέον η καταδυναστευτική σκιά του συζύγου είχε διαλυθεί κι η ίδια είχε αργά μεν αλλά επιτέλους αναγνωριστεί ως μια από τις σημαντικότερες καλλιτέχνιδες της σύγχρονης τέχνης.
Η Μπουρζουά της περιόδου αυτής ανατρέχει στο δικό της παρελθόν και διαρκές παρόν για τόσες άλλες θηλυκότητες. Ως γυναίκα-δημιουργός κουβαλάει τραύματα που έχει αποφασίσει να επουλώσει/ράψει. Κι όπως ανάγει τη θεραπεία σε μαγική τελετουργία που οφείλει να είναι μπολιασμένη στο βίωμα, για τη συγκρότηση του καλλιτεχνικού της ιδιώματος χρησιμοποιεί προσωπικά αντικείμενα ―ρούχα φορεμένα, σπιτικά υφάσματα, μαξιλάρια, καλσόν, πελότες. Πετσέτες και μαξιλαροθήκες γίνονται καμβάδες, μαντήλια ταμπλό ρολογιών, φουστάνια γυναικείες σιλουέτες ―η ίδια η διαδικασία της ύφανσης και του πλεξίματος παρακάμπτει την χρήση της ωραιοποίησης του οικιακού χώρου και γίνεται γλώσσα απόγνωσης. Το παιχνίδι με την ψυχανάλυση είναι έκδηλο σε σημείο επίδειξης. Τετριμμένα αντικείμενα, χωρίς να χάσουν τον χαρακτήρα τους, διαστρεβλώνονται σε κάτι εκκωφαντικά, σχεδόν αφόρητα εκφραστικό. Πρόκειται για έναν θλιμμένο αλλά ιδιοφυή πανηγυρισμό του ανοίκειου, που έχοντας ευέλικτα δανειστεί σουρεαλιστικά στοιχεία άνοιξε τον δρόμο σε σχεδόν ολόκληρη τη σύγχρονη γυναικεία καλλιτεχνική σημειολογία.
Οι δημιουργίες της μοιάζουν με μπαρόκ γρίφους ή σαρκαστικές παραβολές. Στο κλουβί του Cell XXV (The view of the world of the jealous wife) [(Κλουβί XXV(Η θέα του κόσμου για τη ζηλιάρα σύζυγο), 2001] κρέμονται δυο ακέφαλα μανεκέν, ντυμένα με καλοραμμένα κοκτέιλ φορέματα, ενώ δύο λευκές σφαίρες στο κέντρο προκαλούν απορία μέχρι να προχωρήσεις λίγα βήματα πιο πέρα: από μια απόμακρη γωνία οι σφαίρες κάτω από τη φιγούρα με τα λευκά διαγράφουν περίτρανα έναν φαλλό που κυριαρχεί σαν φάντασμα στο κλουβί. Η μικροκαμωμένη Καφκική Lady in waiting (Γυναίκα σε αναμονή, 2003), ντυμένη στο ίδιο μπροκάρ ύφασμα με την μεγάλη της καρέκλα, βγάζει πόδια αράχνης. Ρολόγια μετράνε την ώρα με πολύτιμους λίθους, αποξηραμένα λουλούδια ή άβολες ερωτικές συνευρέσεις. Μια σειρά από πετσέτες κουζίνας γίνονται ποταμός παιδικής νοσταλγίας, στοίβες μαξιλαριών μετατρέπονται σε τύμβους-απάντηση στα σκληρά φαλλικά αντρικά μνημεία. Η γυναικεία υπόσταση δηλώνεται εναλλακτικά μέσω ακέφαλων σωμάτων ή ασώματων κεφαλών που κραυγάζουν.
Το «υφαντό» σύμπαν της Μπουρζουά δεν είναι γραμμικό. Σαν παλίμψηστα επίπεδα, τα έργα καλύπτουν, αποκαλύπτουν ή συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Κάθε αφήγηση μοιάζει ανεξάρτητη, κομμάτι ενός όλου αλλά και το όλο σαν ευαίσθητα νοηματικά φράκταλ. Το κοινό στοιχείο της ύφανσης σε συνδυασμό με το μοτίβο της αράχνης παραπέμπει στον ιστό και ως έργα-σημεία οι δημιουργίες της φτιάχνουν τελικά έναν υπερ-ιστό, χωρίς ένα κέντρο αλλά με πολλά. Σ’ αυτό το ριζωματικό χαρακτήρα των εκθεμάτων ο χώρος της Hayward βοηθά καθώς τα έργα απλώνονται στα πολλαπλά επίπεδά του, στα οποία κινείσαι ελεύθερα χωρίς προκαθορισμένες κατευθύνσεις, ενώ ο ισόγειος χώρος ανεβαίνοντας στον πρώτο όροφο, γίνεται καθολικά ορατός.
Μπαίνοντας δε στην γκαλερί σε υποδέχεται μια ανατριχιαστική δενδροειδής κατασκευή με κρεμάστρες κόκκαλα από τις οποίες κρέμονται γυναικεία ρούχα, αραχνοΰφαντα και λεπτεπίλεπτα σαν από σεντούκι. Διάφανα πουκάμισα, εσώρουχα, κομπινεζόν κι ένα μαύρο φόρεμα, ρούχα αρχετυπικά, με εμφατική τόσο την παλαιότητα όσο και την υλική τους ευαισθησία, γεμάτα μνήμες προσωπικές και συλλογικές. Seamstress mistress distress stress (μοδίστρα, ερωμένη, θλίψη, πίεση) γράφει στη ρίζα του δέντρου, σ’ ένα λογοπαίγνιο πάνω στην πίεση και την ευαλωτότητα που διέπουν ανά τους αιώνες τους γυναικείους ρόλους.
Κι όμως, όλη αυτή η ρητορική της απόγνωσης λυτρώνεται τελικά ―εσκεμμένα και φιλάνθρωπα― από μια ακτίνα απαλού φωτός προερχόμενη από την ίδια την επιλογή του μέσου: η βελόνα, εργαλείο της μυθικής και σισύφεια καταραμένης αράχνης, αιτία νάρκωσης της ωραίας κοιμωμένης, στα χέρια της καλλιτέχνιδος δεν είναι όπλο αλλά μέσο επισκευής.
«Καθώς μεγάλωνα, όλες οι γυναίκες στο σπίτι μου χρησιμοποιούσαν βελόνες.» λέει ανατρέχοντας όχι μόνο στο οικιακό αλλά και στο επαγγελματικό περιβάλλον της οικογένειάς της. «Με συνάρπαζε πάντα η μαγική δύναμη της βελόνας. Η βελόνα χρησιμοποιείται για να επισκευάζει την ζημιά. Είναι μια αξίωση συγχώρεσης. Δεν είναι ποτέ επιθετική, δεν είναι καρφίτσα.».
Η βελόνα με την ενωτική της πρακτική είναι το μαγικό ραβδί της συγχώρεσης. Κι η συγχώρεση είναι που φέρνει φως και απαλότητα. Η Μπουρζουά, έχοντας εντρυφήσει στη γυναικεία συνθήκη ―έστω και ως μέλος της προνομιούχας τάξης βέβαια, ας το έχουμε κι αυτό υπόψη― επιλέγει τελικά, μετά τον πόνο και την αναγνώριση, τη βελόνα. Με αυτή θα ράψει ψυχολογικά τραύματα, θα συναθροίσει σκόρπια μέλη, θα μπαλώσει συναισθηματικά κενά και θα υλοποιήσει την έμφυλη απόγνωση πριν την ξορκίσει.
Και κάπου μέσα στο λαβύρινθό αυτής της απίστευτα πλούσιας, ευαίσθητης και κοπιαστικής δουλειάς, θα αφήσει κι ένα ήσυχο, σχεδόν ανεπαίσθητο έργο, με μια μικρή ανθοδέσμη και μια φράση: Η μέρα της συμφιλίωσης.