Πέρα από την ποιητική της επιβίωσης ή εφτά θάνατοι και μια χαμένη ευκαιρία

Οι υπόγειες διαβάσεις με συγχύζουν απ’ όταν είδα για πρώτη φορά το Irreversible.

Πρώτη και μοναδική. Πρόκειται για μια ταινία που δεν άντεξα και δεν αντέχω να δω ποτέ ξανά. Εξάλλου η εντύπωσή της --και εννοώ τη λέξη με ένα είδος μεταφορικής κυριολεξίας, σαν να έχει εντυπωθεί με μελάνι στο νευρικό μου σύστημα αυτή η ταινία, ένα είδος νευρο-τατουάζ στο αποθετήριο καθημερινών φόβων-- στην κατά τα άλλα αδρανή μνήμη μου ήταν τέτοια που τη θυμάμαι σχεδόν σαν να την είδα χθες ενώ έχουν περάσει ήδη 20 χρόνια. ΟΚ, θα μου πεις στην Ελλάδα ούτως ή άλλως δεν έχουμε πολλές υπόγειες διαβάσεις και όσες υπάρχουν είναι τόσο άθλιες που καμιά δεν επιλέγει να τις χρησιμοποιήσει. Μέχρι να έρθω να ζήσω στο Λονδίνο ζήτημα αν είχα περάσει 2 ή 3 φορές. Στο Λονδίνο όμως είναι συχνές και κουβαλούν αυτή την περίεργη αντίφαση, ενώ δημιουργούνται για να κρατούν ασφαλή τον πεζό όσον αφορά στον κίνδυνο των αυτοκινήτων, ιδιαίτερα τα βράδια αυτή η ασφάλεια εξουδετερώνεται λόγω της επικινδυνότητας που κουβαλούν ως χώροι πιθανών εγκληματικών συμπεριφορών. Ιδιαίτερα (φυσικά) για τις γυναίκες.


Κάθε φορά λοιπόν που διασχίζω υπόγεια διάβαση, όσο σύντομη, πολυσύχναστη ή φωτεινή και να είναι νοιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι. Το ξανα-συνειδητοποίησα πριν μερικές εβδομάδες. Διέσχιζα την υπόγεια διάβαση που σε πάει από την Lisson gallery στον σταθμό Edward Road ένα πολύ μικρό πέρασμα στρωμένο με λευκά πλακάκια. Ήταν πρωί και η διάβαση ήταν πολύ φωτεινή --ήμουν εντελώς μόνη μου, μια μεσήλικη γυναίκα, 12 η ώρα το μεσημέρι με αθλητικά και τζιν και φοβήθηκα, ο συνειρμικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε και αφού πρώτη σκέψη ήταν ότι τα αθλητικά παπούτσια ήταν καλή επιλογή σε περίπτωση που χρειαστεί να τρέξω, επόμενη ήταν το βιβλίο που διάβαζα εκείνες τον καιρό.

Στο The Power η Naomi Alderman περιγράφει ένα what if σενάριο όπου οι γυναίκες ανακτούν μια υποθετικώς εγγενή δύναμη διοχέτευσης ηλεκτρισμού την οποία και μπορούν επομένως να ασκούν σε όποιον πάει να τις πειράξει. Το σενάριο μπορεί να φαίνεται απλουστευτικό αλλά δεν είναι. Η Alderman δεν αρκείται στην επανάπαυση που θα συνεπαγόταν μια τέτοια δύναμη για μια κοινωνία ισότητας αλλά τραβάει --ευφυέστατα μεν αν και δεν συμφωνώ σε κάποιες κατευθύνσεις-- την «ενδυνάμωση» αυτή στα άκρα, αφού πρώτα βλέπει την διάθεση ποινικοποίησής της --χμ μια δύναμη που δεν ανήκει στους άντρες-- αναπτύσσει τη δράση της προς τη διάβρωση που φέρνει οτιδήποτε φτιάχνει πιο δυνατά και πιο αδύναμα υποκείμενα, πιο επιτυχημένα, πιο πλούσια, πιο διάσημα, πιο όμορφα, πιο σέξυ, πιο έξυπνα, πιο ταλαντούχα, πιο ισχυρά.


Παρακολουθεί πώς η δύναμη κατασκευάζει ιεραρχίες, πόσο εύκολα οι ιεραρχίες αυτές οδηγούν σε καταχρήσεις και η καταχρήσεις στη φρίκη. Ανεξάρτητα αν κανείς συμφωνεί ή όχι με την κλιμάκωση ως ενδεχόμενο η διαβρωτική επίδραση της εξουσίας είναι ένας άλλος τρόπος ανάγνωσης της πατριαρχίας. Το βιβλίο είναι συναρπαστικό αλλά κάποια αποσπάσματα φτάνουν να είναι ανατριχιαστικά σε σημείο λιποθυμίας (κυριολεκτικά μιλώντας). Αλλά ίσως να μιλήσω για αυτό κάποια άλλη φορά.

Όπως και να ‘χει, έχοντας το The Power τρέχον και περπατώντας μονάχη στην υπόγεια διάβαση με τα λευκά πλακάκια νεκροτομείου σκέφτηκα αυτόματα πόση ανακούφιση θα ήταν να ξέρεις ότι έχεις μια τέτοια --ή άλλη-- δύναμη αυτοάμυνας (άλλη από τα γρήγορα πόδια σου) όταν περπατάς σε έναν έρημο δρόμο, σε μια υπόγεια διάβαση, όταν τρέχεις σε ένα πάρκο όταν πέφτει ο ήλιος ή επιστρέφεις μόνη σου σπίτι το βράδυ από στενά, όταν αφήνεις το αυτοκίνητο σε ένα άδειο υπόγειο γκαράζ — όλες αυτές οι καταστάσεις στις οποίες νιώθεις τόση ανακούφιση όταν τα βήματα που ακούς πίσω σου ανήκουν σε γυναίκα --όπως λέει και η Jenny Holtzer-- πόσο θα άλλαζε η ζωή σου στα πάντα αν ξεφορτωνόσουν αυτό τον φόβο που είναι τόσο βαθύς και εύπλαστος και κατακτητικός, που διαχέεται στα πάντα και είναι ένα με την προσωπικότητα, τις καθημερινές συμπεριφορές το πώς περπατάς, ντύνεσαι, μιλάς στους καθηγητές ή στον υπάλληλο της τράπεζας ή στον ταξιτζή ή διδάσκεις, γράφεις ή οδηγείς. Γιατί στην πραγματικότητα δεν έχεις ανάγκη την υπενθύμιση της υπόγειας διάβασης για όλους αυτούς τους φόβους. Η υπόγεια διάβαση είναι η συνθήκη.

Είχα μόλις βγει από το Seven Deaths όταν έκανα αυτές τις σκέψεις, το καινούριο φιλμ της Marina Abramovic, που μου άφησε ανάμεικτα και πολλών ειδών συναισθήματα.

Η Αμπράμοβιτς είναι μια γυναίκα με δύναμη. Μια δύναμη που έχει υφάνει σταδιακά μέσα από αδιαμφισβήτητο ταλέντο και ευφυΐα, αλλά και εξαιρετική τόλμη και αδιαφορία απέναντι σε κανονικότητες και πεπατημένες --μιλώντας για τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα τουλάχιστον. Ιέρεια της performance, της γυναικείας χειραφέτησης της πολιτικής τέχνης, του λόγου πάνω στο σώμα και τους έμφυλους ρόλους, στην αυτοβιογραφία της Walking through walls --που είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα όχι μόνο για φιλότεχνους-- αναδύεται ως η γυναίκα-ηρωίδα που απολύτως αφοσιωμένη στην τέχνη βρίσκει τους δικούς της προσωπικούς κώδικες και την καλλιτεχνική της ταυτότητα στηριζόμενη πολύ συνειδητά στη θηλυκότητα —και λέγοντας θηλυκότητα εννοώ τις γυναικείες ποιότητες όπως η ενσυναίσθηση, η ισχυρή σύνδεση με τη φύση, η σωματικότητα, το multifunctioning, η επιμονή αλλά και η ευαλωτότητα -ως επακόλουθο της υπέρτατης ευαισθησίας που απαιτεί η καλλιτεχνική πράξη . Η Αμπράμοβιτς του 20ού αιώνα και της αυτοβιογραφίας της --άρα η Αμπράμοβιτς που η ίδια η Αμπράμοβιτς θα ήθελε να είναι-- αποτελεί μια ενσάρκωση της πεισματικής γυναικείας πάλης.

Στο νέο της φιλμ-υπερπαραγωγή όμως, μιας αισθητικής που παραπαίει ανάμεσα στο video clip και τη διαφήμιση αρώματος, ντυμένη με φορέματα-κοστούμια σχεδιασμένα από τον Riccardo Tisci των Burberry’s, αυτό το ιερό τέρας της σύγχρονης τέχνης, η  γιαγιά της performance που περπάτησε το Σινικό τοίχος, που στάθηκε ακίνητη και γυμνή --άμαχη-- μπροστά στο κοινό που κρατούσε το περίστροφο και εμπιστεύτηκε στον Ulay να κρατήσει 4 λεπτά ένα τεντωμένο τόξο με το βέλος προς την καρδιά της, δείχνει πια πολύ πέρα από γήινη, μάλλον εξωπραγματική. Μοιάζει σαν να την έχουν διογκώσει, φουσκώσει η μεγεθύνει, είναι μια τεράστια γυναίκα. Και λέω το τεράστια ως κάτι που δεν αφορά σώμα, διαστάσεις ή ύψος-- η Αμπράμοβιτς μοιάζει τώρα να επιχειρεί να πραγματωθεί μέσα στο φιλμ σε θεότητα, κάτι νοηματικά θεόρατο, είναι μεγαλύτερη από τα πράγματα, από την πραγματικότητα την ίδια, μοιάζει σαν να τα κοιτάει όλα από μια άλλη διάσταση, σαν να αιωρείται πάνω από τον κόσμο, ένα καλλιτεχνικό ζέπελιν-υπενθύμιση δύναμης.

Αυτό από τη μία βέβαια συνάδει με τις άμεσες αναφορές της στην μεγαλοσύνη της divine Μαρίας Κάλλας --την οποία άλλωστε πάντα έβλεπε ως alter ego-- αλλά και στις αγιοποιημένες οπερικές ηρωίδες που ενσαρκώνει προκειμένου να αναβιώσει τον θάνατό τους. Πατώντας πάνω ακριβώς στην αντίφαση αυτή-- ανα-βίωση ενός θανάτου-- δεν μπορεί όμως από την άλλη να μην υποδηλώνει και μια αυτό-ανάδειξή της σε κάτι πιο πολύ από ζωή και θάνατο που καταλήγει στην έπαρση της δύναμης.

 Γιατί αυτό που με πείραξε περισσότερο στο φιλμ --πέραν της blockbuster extravaganza αισθητικής-- είναι η έπαρση που περισσεύει από το περίγραμμα της οδύνης των θανάτων. Η έπαρση της δύναμης είναι άρρηκτα δεμένη με την πατριαρχία. Η δύναμη από μόνη της δεν βλάπτει (ίσα ίσα μπορεί να είναι μέσον επιβίωσης, στήριξης και αλληλεγγύης, προστασίας ή δημιουργίας). Η κατάχρησή της όμως εκπορεύεται από την έπαρση. Η δύναμη προκαλεί μέθη και η Αμπράμοβιτς μοιάζει να έχει μεθύσει από την φήμη της. Η επίγνωση μεγαλοσύνης που επιδεικνύει εδώ δεν είναι ξεκάθαρο βέβαια αν αφορά στην ίδια ή στη γυναίκα γενικά.

Είναι το νέο προσωπείο της γυναίκας, το παραφουσκωμένο από σιλικόνες υαλουρονικό οξύ ή μπότοξ ένα κατασκεύασμα της πατριαρχικής λογικής, που θέλει τη γυναίκα αενάως νέα όμορφη και έτοιμη να πεθάνει; Γίνεται έτσι η καλλιτέχνης μια --αυτοσαρκαστική-- ενσάρκωση του καπιταλιστικού αυτού ιδεώδους μέσα από τους αλλεπάλληλους θανάτους; Η αλήθεια είναι ότι ο αυτοσαρκασμός, που θα έσωζε το αφήγημα, δεν μοιάζει δυστυχώς να επιδιώκεται. Η Αμπράμοβιτς γίνεται μεν καρικατούρα του εαυτού της αλλά άθελά της.

 Μήπως τότε το παιχνίδι ταυτοτήτων --ιδωμένο μέσα από τα κοστούμια σε δεύτερο λόγο μετά το μέγεθος-- θα μπορούσε και να είναι ένα κλείσιμο του ματιού τόσο στη σύγχρονη χειραφετημένη ηρωίδα αλλά και στην κατασκευή μιας υστεροφημίας που πλέον ξεπερνά έμφυλα στερεότυπα; Ακόμα και αυτή η δυνατότητα όμως σαμποτάρεται από τον διάχυτο ναρκισσισμό.

Σε κάθε περίπτωση πάντως οι 7 θάνατοι παραπέμπουν σε μια ακόμα θλιβερή διαπίστωση. Στη ρομαντικοποίηση του γυναικείου θανάτου με την οποία μας έχει γαλουχήσει η πατριαρχική λογοτεχνία. Οι μεγάλες ρομαντικές ηρωίδες της όπερας, η Βιολέτα από την Τραβιάτα, η Δυσδαιμόνα από τον Οθέλλο, η Lucia di Lammermoor, η Κάρμεν, η Μαντάμ Μπάτερφλαι, η Τόσκα, η Νόρμα από τα ομώνυμα έργα, όλες σφραγίζουν τη φήμη τους σε έναν τραγικό θάνατο. Είτε είναι αυτοκτονία, έγκλημα πάθους ή μοιραία ασθένεια οι θάνατοι αυτοί συνδέονται με έρωτα ή ενοχή που εντέλει δικαιώνει τους έμμεσους ή άμεσους δράστες. Το πάθος, η ζήλια, ο πόνος - ο έρωτας γίνεται το άλλοθι της κτητικής μανίας του άρρενα δράστη και τελικά, μήπως ο κόσμος συγχωρεί πιο εύκολα όσους (τάχαμου) από έρωτα εκπέσανε;



Η πρόσφατη ελληνική επικαιρότητα μάλλον επιβεβαιώνει τέτοιες υποθέσεις.

16 γυναικοκτονίες έχουν συμβεί μέσα στο 2021 στην Ελλάδα και δεν έχει ακόμα κλείσει η χρονιά. Αυτό αντιστοιχεί σε πάνω από μία το μήνα. Και όσο η αμφισβήτηση για την επικράτηση του όρου παρόλα αυτά ακόμα κρατάει γερά, τα ΜΜΕ επιμένουν σε ύπουλες ρομαντικοποιήσεις των δολοφονιών. Από τον πιλότο και την Καρολάιν και τις αναλύσεις σαπουνόπερας που λάμβαναν χώρα στις μεσημεριανές εκπομπές και την Δώρα που σκότωσε «από έρωτα» ο ήδη γνωστός για βίαιες συμπεριφορές πρώην σύντροφός της μέχρι την 75χρονη γυναίκα που στραγγάλισε ο άντρας της από οίκτο πριν αυτοκτονήσει προς «συγκίνηση»(!) του κοινού ή την περίπτωση στην Κρήτη όπου ο δράστης απειλούσε με αυτοκτονία, όλες αυτές οι, πραγματικές και όχι μυθιστορηματικές ή οπερικές, γυναίκες —η Βασιλική, η Κωνσταντίνα, η Ελένη, η Γαρυφαλλιά, η Αννίσα, η Μαρία, η Σταυρούλα, η Μόνικα, η Νεκταρία— χάθηκαν από νυν ή πρώην συντρόφους, άντρες που επειδή τις θεωρούσαν ιδιοκτησία τους είτε δεν τους επέτρεψε η αντρίλα τους να ανεχτούν την εγκατάλειψη, είτε επέβαλαν αυτό που φυσικά μόνο εκείνοι ήξεραν ότι είναι καλύτερο για αυτές, είτε απλώς έβγαλαν πάνω τους θυμούς, νεύρα, συμπλέγματα και υπεροχή.

Ανατρέχω πάλι σε βιβλίο, αυτή τη φορά το Recollections of my no existence της πολυαγαπημένης Rebbeca Solnit. Γράφει η Solnit πάνω στον θάνατο των γυναικών ως αντικείμενο της τέχνης:

«Το να είσαι μια νέα γυναίκα είναι να αντιμετωπίζεις την εκμηδένισή σου με αμέτρητους τρόπους ή να δραπετεύεις από αυτή ή την γνώση της ή όλα αυτά μαζί. “Ο θάνατος μιας όμορφης γυναίκας είναι αδιαμφισβήτητα το πιο ποιητικό θέμα στον κόσμο” έλεγε ο Edgar Allan Poe, ο οποίος προφανώς δεν πρέπει να το είχε φανταστεί από την πλευρά μιας γυναίκας που προτιμά να είναι ζωντανή. Προσπαθούσα να μην είμαι το θέμα της ποίησης κάποιου άλλου και να μείνω ζωντανή.(…) Ο αγώνας να βρεις μια ποίηση στην οποία δοξάζεται περισσότερο η επιβίωσή σου παρά η ήττα σου, ίσως να βρεις τη δική σου φωνή για να επιμείνεις σε αυτό, ή τουλάχιστον να βρεις έναν τρόπο να επιβιώσεις μέσα σε ένα ήθος που απολαμβάνει τις εξουδετερώσεις και τις αποτυχίες σου είναι η σκληρή δουλειά που πολλές αν όχι οι περισσότερες νέες γυναίκες οφείλουν να κάνουν.»

Να απελευθερώνεσαι από την ποίηση των άλλων, να βρίσκεις τη δική σου και να επιβιώνεις, αυτός είναι ο επίμονος αγώνας της κάθε γυναίκας. Από τον Πόε μέχρι τον Χίτσκοκ και από την ελληνική μυθολογία μέχρι τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα η ένταση του ήθους αυτού, του φιλικά προσκείμενου σε ό,τι έχει να κάνει με τη γυναικεία εξουδετέρωση, μπορεί να είναι κυμαινόμενη αλλά δεν έχει σβήσει.


 Στην αυτοβιογραφία της η Αμπράμοβιτς λίγο ή πολύ περιγράφει το πώς κατάφερε και αυτή μέσα από τεράστιες προσπάθειες να βρει τη φωνή της και την δική της προσωπική ποιητική απέναντι σε αυτό ακριβώς το ήθος. Και ο θάνατος, είναι αλήθεια, στοιχειώνει το έργο της παραμονεύοντας σε κάθε γωνία του --από το Rhythm 0, και το Rhythm 5 που σχεδόν οδήγησαν στο θάνατό της μέχρι το Rest Emergency, το Nude with skeleton ή το θριλερικό Balcan Baroque όπου το memento mori γίνεται πολιτική κραυγή. Στην κατακτημένη αυτή συγκλονιστική ποιητική η επιβίωση δοξάζεται σαν πράξη ατομική, έμφυλη ή πολιτική απέναντι στις αλλεπάλληλες εξουδετερώσεις της θηλυκής υπόστασης.

Με μια τέτοια καριέρα να προηγείται, οι 7 μεγαλειώδεις θάνατοι στους οποίους επιστρέφει η καλλιτέχνης θα μπορούσαν κάλλιστα (και ενδεχομένως να είχαν σκοπό) να αποτελούν ωδή στην γυναικεία επιβίωση, στην επιμονή της γυναίκας-καλλιτέχνη που δεν πτοείται παρά τα χτυπήματα της λευκής αντρικής υπεροχής, αλλά σαν τον φοίνικα επιμένει και ξαναγεννιέται παντοδύναμη. Αυτό, αν δεν κατέληγαν να φωνάζουν με θλιβερή έπαρση ότι είναι η Μαρίνα Αμπράμοβιτς που δεν πτοείται, ούτε καν από το χρόνο.

Αν δεν κατέληγαν δηλαδή σε μια ωδή στην κοσμετολογία, την haute couture και το ναρκισσισμό.


Ας σημειώσουμε πάντως ότι φέτος η Μαρίνα Αμπράμοβιτς γίνεται η πρώτη γυναίκα που θα έχει σόλο σόου στον κύριο εκθεσιακό χώρο της Βασιλικής Ακαδημίας των Τεχνών του Λονδίνου (RA), μια ακόμα αξιοσημείωτη πρωτιά για την εφτάψυχη καλλιτέχνη και μια ακόμα πιο ιδιαίτερα αξιοσημείωτη αργοπορία από την Ακαδημία που επιβεβαιώνει την αργή από-συντηρητικοποίηση του δυτικού κόσμου.