The Unknown Island, 2024
Ελληνικα
Το όνειρο των νησιών
Το όνειρο των νησιών ―με ευχαρίστηση ή φόβο, δεν έχει σημασία― είναι το όνειρο της φυγής, της απομάκρυνσης, πέρα από κάθε ήπειρο, του να χαθείς και να απομονωθείς ―ή, το όνειρο του να ξεκινήσεις από το μηδέν, να επαναδημιουργήσεις, να αρχίσεις από την αρχή.
Έρημα νησιά, Gilles Deleuze
Το νησί, ή μάλλον η ιδέα του νησιού λειτουργούσε πάντα ως όραμα μιας άλλης πραγματικότητας λόγω της ίδιας του της φύσης: οριοθετημένο από τη θάλασσα, διακριτό από τον υπόλοιπο κόσμο και άρα με δυνατότητες απομόνωσης και αγεφύρωτης απόστασης από τους αδυσώπητους σαρκοβόρους πολιτισμούς που έχουν επικρατήσει μέχρι σήμερα στην ανθρωπότητα, το νησί δίνει άλλοθι στην πιο άγρια φαντασία.
Αγαπημένο πρόσχημα φουτουριστικών κόσμων, τόπος όπου διασταυρώνονταν φόβοι και ελπίδες, από την Αταλάντη του Πλατωνικού Τίμαιου μέχρι την Ουτοπία του Μουρ, από το Νησί του Δόκτορος Μορώ μέχρι το νησάκι του Φάρου της Βιρτζίνια Γουλφ, η λογοτεχνία βρίθει από έρημα ή κατοικημένα, άγρια ή φιλόξενα, φανταστικά ή αφάνταστα νησιά όπου βρίσκονται κρυμμένοι θησαυροί, άγνωστες φυλές ανθρώπων ή άλλων πλασμάτων, νησιά ησυχαστήρια, εξορίες, ουτοπίες ή δυστοπίες, τόποι επιθυμίας και φαντασίωσης ή τόποι καταφυγής απογοητευμένων, εκδιωγμένων, μισάνθρωπων ή επιστημόνων που φτιάχνουν απίθανες μηχανές, γόνιμο χώμα κοινωνιών που έχουν ανατρέψει όλες τις κανονικότητες ή απλώς τόποι ακούσιας προσάραξης ναυαγών που είτε ξαναβρίσκουν έτσι τη σύνδεσή τους με τη φύση είτε απλώς αναπαράγουν κι εκεί γνωστά μοντέλα ζωής.
Για τον Γάλλο φιλόσοφο Gilles Deleuze η οικειοποίηση του νησιού από μια λογοτεχνία μέσω της οποίας ουσιαστικά προβάλλεται κι αναπαράγεται το (χρεοκοπημένο) όνειρο της νεωτερικότητας, ήταν αυτή που σκότωσε τη μυθική πρωταρχική του ουσία. Σ’ ένα από τα πρώτα του δοκίμια, το «Έρημα νησιά» του 1953, μιλάει για τα δύο είδη νησιών που υπάρχουν σύμφωνα με τους γεωγράφους, τα ηπειρωτικά και τα ωκεάνια, και για το πώς η μυθική φαντασία ακολουθούσε την ενδογενή βούληση της δημιουργίας τους (τα μεν αποκολλημένα από μια ήπειρο, τα δε φτιαγμένα από υποθαλάσσια εδάφη) με διαφορετικούς σκοπούς:
Δεν είναι πλέον το νησί που χωρίζεται από την ήπειρο, είναι οι άνθρωποι που βρίσκονται χωρισμένοι από τον κόσμο όταν βρίσκονται σ’ ένα νησί. Δεν είναι πλέον το νησί που δημιουργείται από τα έγκατα της γης μέσα από υγρά βάθη, είναι οι άνθρωποι που δημιουργούν τον κόσμο εκ νέου από το νησί και πάνω στα νερά.
Υπό αυτή τη συνθήκη, ακόμα κι αν το έρημο νησί κατοικούταν από ανθρώπους η ουσία του θα παρέμενε αλώβητη, καθότι οι άνθρωποι θα ήταν μέρος του elan που το παρήγαγε ―της κατά Μπερξόν ζωτικής του ορμής― ενσαρκώνοντας έτσι την καθαρή συνείδηση του νησιού. Μόνο τότε, γεωγραφία και φαντασία θα ήταν ένα και το αυτό, μας λέει ο Ντελέζ.
Η συνθήκη όμως δεν είναι αυτή. Το όνειρο των νησιών, έτσι όπως υπόκειται στις μοντέρνες ερμηνείες του μύθου και τους νέους μύθους που αναδύονται μέσα από αυτές, μοιάζει πια να ανακυκλώνει τους ίδιους και τους ίδιους τρόπους ζωής και σκέψης· ούτε αποσπάται από αυτούς, ούτε ανα-δημιουργείται εν μέσω του ωκεανού.
«Δώσε μου ένα καράβι»
Στην “Ιστορία της Άγνωστης Νήσου” του Ζοζέ Σαραμάγκου, ένας άντρας και μια γυναίκα ρισκάρουν να αφήσουν τις σιγουριές τους και να βγουν στη σκοτεινή θάλασσα για να ανακαλύψουν τους εαυτούς τους, να βιώσουν τον ίλιγγο της ουσιαστικής ανθρώπινης συνεύρεσης και να κάνουν μια νέα αρχή μέσα από μια παράτολμη προσωπική αποστολή: την αναζήτηση μιας νήσου που δεν υπάρχει στον χάρτη γιατί δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα· μιας άγνωστης νήσου.
Θέλοντας να προκαλέσει το επιχείρημα του Αγ. Ανσέλμου, ότι ο Θεός υπάρχει επειδή ως τέλειο ον πρέπει να συμπεριλαμβάνει και το κατηγόρημα της ύπαρξης, ο Gaunilo, ένας φιλόσοφος σύγχρονος του Ανσέλμου, υπέθεσε την αντίστοιχη «ύπαρξη» ενός τέλειου νησιού. Ενός νησιού, του οποίου δεν μπορεί να συλληφθεί ανώτερό του και που, ως τέλειο, αντίστοιχα με τον Θεό του Ανσέλμου, οφείλει να υπάρχει. Φυσικά το νησί εδώ αποτελεί απλώς ένα παράδειγμα για την απόδειξη της ολισθηρότητας του οντολογικού επιχειρήματος αλλά ποια και ποιος δεν έχουμε φανταστεί, όπως ο ποιητής, τον παράδεισό μας σαν νησί (απαράλλακτο εσύ);
Οι ήρωες του Σαραμάγκου μοιάζει να κινούνται γύρω από αυτή την έννοια του «τέλειου» νησιού, όχι όμως για τους περιπαιχτικούς σκοπούς του Gaunilo. Ο πρωταγωνιστής πιστεύει με πείσμα στην ύπαρξη μιας άγνωστης νήσου. Το νησί που οραματίζεται, το ουτοπικό αυτό μέρος δεν γίνεται παρά να υπάρχει –πρόκειται για υπαρξιακή επιταγή· απλώς κανένας χάρτης δεν το έχει καταγράψει ακόμα. Ίσως γιατί αν το είχε καταγράψει, θα σταματούσε να είναι ουτοπικό (μια ουτοπία δεν μπορεί παρά να είναι φανταστική, η πραγματικότητα πάντα την οξειδώνει). Ίσως γιατί αν το είχε καταγράψει, η ιδέα του θα είχε «δολοφονηθεί» από τις αφηγήσεις της νεωτερικότητας.
«Να πάω να ψάξω την άγνωστη νήσο»
Από τις πιο διαυγείς αναμνήσεις που έχω από τα φοιτητικά μου χρόνια είναι η αίσθηση που άφηνε μια παλιά καλοκαιρινή διαφήμιση κάποιας ναυτιλιακής, μια μεγάλων διαστάσεων αφίσα που εμφανιζόταν τα καλοκαίρια στην πόλη κι έδειχνε τη θάλασσα, απέραντη και ήρεμη στο ηλιοβασίλεμα, ένα τεράστιο επιβατικό καράβι στον ορίζοντα και μια επιγραφή από πάνω: Αντίο Αθήνα. Θυμάμαι να χαζεύω την αφίσα κάτι αβάσταχτα ζεστά αθηναϊκά καλοκαίρια, ιδρωμένη και στριμωγμένη στο τιγκαρισμένο λεωφορείο που με κατέβαζε στη σχολή, σε κάποιο εργαστήριο ή για να δώσω κάποιο μάθημα, και να ονειρεύομαι τα νησιά.
Η θάλασσα, ιδιαίτερα η θάλασσα του νησιού, υπήρξε προορισμός που σηματοδοτούσε τα θερινά μας όνειρα· παιδικές διακοπές στην παραλία, άμμος, κάστρα και τσουγκράνες ή εφηβικές μελαγχολίες στην αυγουστιάτικη πανσέληνο, φοιτητικά ταξίδια ―μπάκπακ, σκηνές, καταστρώματα― βότσαλα, κοκτέιλς, παρεό· Κυκλαδίτικα βράχια, Ιώνιες πρασινάδες. Οι εικόνες του καλοκαιρινού νησιού έφτιαχναν το όνειρο που τροφοδοτούσε τους χειμώνες μας, αρχετυπικό happy place ανεξαρτήτου ηλικίας.
Για πού τραβούσε το πλοίο που αποχαιρετούσε την Αθήνα; Έχει καμία σημασία; Το νόημα ήταν το νησί κι η φαντασίωση της αποκοπής από την πραγματικότητα. Η πραγμάτωση της ουσίας του.
«Και τι άγνωστη νήσος είναι αυτή που θέλεις εσύ να ψάξεις;». «Αν μπορούσα να σου το πω αυτό, τότε δεν θα ήταν άγνωστη»
Για τον Ντελέζ η λογοτεχνία ξεκινάει τη στιγμή που χρεοκοπεί ο προαιώνιος μύθος. Προσφέρει δηλαδή μια δυνατότητα ερμηνείας ή ανασύνταξής του, θα μπορούσαμε να πούμε, όταν πια τον έχουμε ξεχάσει ή όταν η τρέχουσα γραμματική του πολιτισμού μας δεν μας βοηθά να τον αποκρυπτογραφήσουμε.
Τις περισσότερες όμως φορές, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, η λογοτεχνία τον σκοτώνει τον μύθο ισοπεδώνοντάς τον στα τρέχοντα κανονιστικά πολιτισμικά σχήματα. Τέτοιου είδους ισοπεδώσεις παρατηρεί σε κλασσικές «νησιώτικες» ιστορίες όπως στον Ροβινσώνα Κρούσο όπου ο μύθος αναπαράγεται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του καπιταλιστικού μοντέλου και με αυτόν τον τρόπο το φυσικοποιεί και το παγιώνει.
Με την “Ιστορία της Άγνωστης Νήσου”, ο Σαραμάγκου, όπως ομολογεί στα ημερολόγιά του, θέλησε να εξερευνήσει τους τόπους της συμβολικής γραφής προκειμένου να κάνει θρύψαλα τη λόγια βαρύτητα του μύθου. Θρυμματίζοντας όμως τον λόγιο μύθο ελευθερώνει το elan του νησιού. Τη ζωτική ορμή που θα επιτρέψει στην Άγνωστη Νήσο την αποκοπή της από τα δεινά και τα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού· την, έστω και φαντασιακή, (ανα-)δημιουργία ενός φρέσκου μοντέλου ζωής.
«Ανοησίες, δεν υπάρχουν πια άγνωστες νήσοι. Βρίσκονται όλες στους χάρτες»
Κάθε έκθεση είναι ένα ταξίδι. Μια επανα-ανακάλυψη του χώρου, ή μάλλον μια επανασύνδεση μαζί του, μέσα από την τέχνη και τους ιδιαίτερους προβολείς της. Η περιήγηση στους εκθεσιακούς χώρους ενεργοποιεί τη σκέψη, την ενσυναίσθηση και τη μνήμη, ανασύρει εικόνες, συναισθήματα και ακούσματα από τα παλιά, αναδεικνύει αδιέξοδα και νόρμες, γονιμοποιεί αναπάντεχους συνειρμούς.
Με την “Άγνωστη Νήσο” τους οι καλλιτέχνιδες Σοφία Κυριακού και Λία Πέτρου καλούν το κοινό, μέσα από μία έκθεση-περίπατο-ταξίδι προς και πέρα από τα όρια του (εκθεσιακού) χώρου και χρόνου σε μια αναζήτηση της ιδέας του άγνωστου νησιού μπαινοβγαίνοντας σε παλιούς και νέους μύθους. Η ιδέα του ταξιδιού άλλωστε, ιδιαίτερα του θαλάσσιου, είναι βαθειά συνυφασμένη με την Ελλάδα, μια χώρα καθορισμένη ήδη από την αρχαιότητα από τη γεωπολιτική της θέση, τη σχέση της με τη θάλασσα, τη ναυτική της δραστηριότητα αλλά και τους μύθους της. Ανιχνεύοντας το ιδεώδες του νησιού ως σύμβολο ουτοπίας στις τοπικές και παγκόσμιες αφηγήσεις ανά τους αιώνες, οι δύο καλλιτέχνιδες φτιάχνουν έναν ιδιοσυγκρασιακό και ευαίσθητο διάλογο ανάμεσα στις στερεοτυπικές μας αντιλήψεις γύρω από το νησί και το ταξίδι, τις προσδοκίες και τις αναμονές που εμφυσούν και στο πώς διαμορφώνεται η σχέση μας με τον κόσμο, τη φύση και το μέλλον, μέσα από αυτές.
Το εκθεσιακό ταξίδι της Άγνωστης Νήσου ξεκινά στον Σταθμό Μετρό “Δημοτικό Θέατρο”, με την ονειρική εγκατάσταση “Είσοδος-Έξοδος”. Εκεί το κοινό συναντά τις σκέψεις του Σαραμάγκου ενόσω “εισέρχεται” στη φαντασίωση των νησιών, πριν οδηγηθεί στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη. Η καλλιτεχνική τους έρευνα που αναπτύσσεται γύρω από την πλούσια ιστορική βιβλιοθήκη και το αρχείο του ιδρύματος, τη ναυτική του συλλογή και τη συλλογή Νέλσον, διατρέχει κριτικά αλλά και ευφάνταστα τις κυρίαρχες αποικιοκρατικές αφηγήσεις και τις εκδηλώσεις τους στην ανθρώπινη εμπειρία και την οικολογική μας συνείδηση.
«Στους χάρτες βρίσκονται μόνο οι γνωστές νήσοι»
Τα τεχνητά νησιά της Σοφίας Κυριακού ―συναρμολογημένα από τετριμμένα ευρήματα, found objects, τα οποία η καλλιτέχνης ως σύγχρονη περιηγήτρια μαζεύει εδώ και χρόνια σε μια προσωπική της «αρχαιολογία» του σύγχρονου αντικειμένου― ακροβατούν ανάμεσα στο διακοσμητικό και το ευτελές, στην αύρα της ανεπαίσθητης ειρωνείας που συνοδεύει τη φαινομενολογία του σκουπιδιού.
Η καλλιτέχνης ξεκινά με αφορμή το Great Pacific Garbage Patch, το «άγνωστο νησί» που έχει δημιουργηθεί από συγκέντρωση μη διαλυτών απορριμμάτων στον Βόρειο Ειρηνικό, για μια σειρά από απρόσμενα κομψοτεχνήματα από μικροπλαστικά που με πλατφόρμα έναν σύγχρονο ματεριαλισμό πυροδοτούν φιλοσοφικούς αναστοχασμούς πάνω στο μετα-αποικιοκρατικό πολιτιστικό τοπίο, τον καταναλωτισμό, το μέλλον του πλανήτη αλλά και τις βεβαιότητες και αβεβαιότητές μας γύρω από την ομορφιά και την ευτυχία.
Σε μια εποχή που η σύγχρονη γνώση κι οι ανιχνευτικές τεχνολογίες μάς έχουν στερήσει τη γοητεία του μυστηριώδους και του αχαρτογράφητου, τα περίτεχνα μπιμπελό-νησιά της Κυριακού που, όπως και το τεχνητό νησί του Ειρηνικού, δεν βρίσκονται σε κανέναν χάρτη, κλείνουν το μάτι στην πραγματικότητα των γνωστών γεωγραφιών.
Μην βρίσκοντας θέση στον χάρτη όμως, το Great Pacific Garbage Patch δεν καταγράφεται ούτε στο συλλογικό φαντασιακό. Στερούμενο αναπαράστασης στερείται και πραγματικότητας. Φέρνοντάς το ως σημαινόμενο στον εκθεσιακό χώρο μέσα από τα σημεία-νησιά της, η καλλιτέχνης, όχι μόνο διευρύνει τον διάλογο πάνω στη βιωσιμότητα αλλά και καλεί τους θεατές να αναμετρηθούν με την ίδια την πραγματικότητα: Τη μη-αναστρέψιμη ωκεάνια μόλυνση, αναπόφευκτη συνέπεια της σύγχρονης, καπιταλιστικά επιβαλλόμενης, αναζήτησης της ευτυχίας στην κατανάλωση.
Πόσο είναι δυνατόν εντέλει να επανα-δημιουργήσουμε τον κόσμο όταν παράγουμε τόσο αφάνταστες ποσότητες μη βιοδιασπώμενων απορριμμάτων; Που θα ξαναρχίσουμε από την αρχή αφού δεν υπάρχουν πια άγνωστα νησιά; Σ’ αυτή τη φαινομενικά απροσπέλαστη ματαιότητα η Κυριακού αποκρίνεται με τα περίτεχνα νησιά της καθώς και με ευαίσθητα κολλάζ που με αφετηρία και μέσον ντοκουμέντα παλιών περιηγητών από το αρχείο του Ιδρύματος ανοίγουν κριτικούς διαλόγους μεταξύ του τότε και του τώρα. Τα έργα αυτά από τη μία λειτουργούν ως παρα-πολιτισμικά κατασκευάσματα που με υλική βάση στο τυχαίο και τη συγκυρία τοποθετούνται στον αντίποδα της ιδέας του υψηλού, ενώ από την άλλη, επιδεικνύουν μια παιγνιώδη νοηματική πρόθεση εσωστρέφειας που προκαλώντας ή/και αναστρέφοντας ―φαινομενικά― το Μπερξονικό elan, αναζητά εντέλει καινοφανείς αφετηρίες λύσεων μέσα στο ίδιο το υπάρχον υλικοκοινωνικό τοπίο μέσω νέων συμπράξεων, συνεργειών και συνδέσεων. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα από τη διαδικασία της συναρμολόγησης ανάγει την ίδια την καλλιτεχνική της πρακτική σε χώρο νοηματικής περιήγησης και διερεύνησης μιας, γεμάτης δυνατότητες, δημοκρατίας της ύλης που επιλέγει να «μένει», κατά Ντόνα Χαραγουέι, δημιουργικά «με το πρόβλημα».
«Έλεγε πως ο κάθε άντρας είναι ένα νησί, εγώ, μιας και δεν με αφορούσε, αφού είμαι γυναίκα, δεν του έδινα σημασία»
Αντίστοιχα νήματα σύνδεσης παρόντος και παρελθόντος αναδεικνύει και η Λία Πέτρου με τα κεντητά μαντήλια της, τις καρτ-ποστάλ και τα γραμματόσημα. Άξονας εδώ είναι το μυθικό και το παραδοσιακό, όπως τα συναντάμε στον Όμηρο ή στα δημοτικά τραγούδια: στις κανονιστικές αφηγήσεις που περιστρέφονται γύρω από τη γυναίκα που περιμένει, τη γυναίκα που πρώτα κουνάει το μαντήλι και μετά αναμένει καρτερικά τον άντρα ναυτικό να επιστρέψει, κεντώντας, υφαίνοντας ή πλέκοντας. Το ταξίδι, όπως και η αστική περιήγηση, ήταν άλλωστε πάντα μια αντρική υπόθεση. Η αποκλειστικότητα του άντρα στην πρωτοβουλία και την ηγεσία μιας θαλάσσιας περιπέτειας είναι ένα στερεότυπο φαινομενικά ακόμα άθραυστο. Μέσα από τους χάρτες και τα σημεία διαφυγής που αποκαλύπτονται στα έργα της Πέτρου στην ουσία ανα-δημιουργείται και οπτικοποιείται η απόκρυφη επιθυμία, ο πόθος του ταξιδιού, προκαλώντας έτσι ραγίσματα στα συστημικά, κανονιστικά μοτίβα.
Αυτή την ποιότητα του ραγίσματος, της ευθραυστότητας των κυρίαρχων αφηγήσεων, του λόγιου μύθου, τη βρίσκουμε και στα ευαίσθητα κεραμικά της που διαχέονται στο χώρο της έκθεσης ανασύροντας και αναθεωρώντας έμφυλα στερεότυπα που διέπουν επαγγέλματα και ασχολίες όπως η ραπτική, η χαρτογράφηση, η κεραμική ή η ναυτιλία, προτείνοντας στο κοινό μια διεύρυνση του βλέμματος από την Ομηρική Πηνελόπη μέχρι τη Λαίδη Χάμιλτον, την «ατιμασμένη» ερωμένη του Ναυάρχου Νέλσον, μια γυναίκα που η ζωή και η φήμη της παγιδεύτηκαν και διαστρεβλώθηκαν στις άκαμπτες κοινωνικές αρχές της Γεωργιανής Αγγλίας. Η τραγική λαίδη, την οποία πλαισιώνουν με το έργο τους ενσυναισθησιακά αμφότερες οι καλλιτέχνιδες, δεν υπήρξε μόνο υπομονετική Πηνελόπη για τον ναύαρχο αλλά και σύμβουλος και στήριγμά του σε δύσκολες αποφάσεις. Παρόλα αυτά μετά τον θάνατό του διαπομπεύτηκε παραδειγματικά από τη Βρεταννική υψηλή κοινωνία ως αιτία σπίλωσης της ευπρέπειας ενός επιφανούς μέλους της.
Τέτοια φαντάσματα τάξης και καθωσπρεπισμού, όπως και η ιδέα της ουτοπίας, αναμοχλεύονται και μέσα από τα Τεράριούμς της Πέτρου, που αφήνουν την πλαστή και πικρή επίγευση μιας εύτακτης κονσερβοποιημένης φύσης-δείγματος, ενώ την ίδια στιγμή, η αντιπαράθεση που δημκουργείται ανάμεσα στο εύθραυστο κεραμικό της σύμπαν και τα αδιάλυτα, μη βιοδιασπώμενα, αιώνια μικροπλαστικά της Κυριακού, κλονίζει την παγιωμένη δυιστική θεώρηση του κόσμου: τα δίπολα που καθορίζουν το θετικό και το αρνητικό, το καλό και το κακό.
«Κατά το μεσημέρι, με τη φουσκονεριά, η Άγνωστη Νήσος ρίχτηκε επιτέλους στη θάλασσα, σε αναζήτηση του εαυτού της»
Το τρυφερό διήγημα του Σαραμάγκου γράφτηκε το 1997 σ’ ένα νησί, στο νησί Λανθαρότε, όπου είχε αποτραβηχτεί ο συγγραφέας, πικραμένος αφού η Πορτογαλική κυβέρνηση είχε απορρίψει την υποψηφιότητά του για το Ευρωπαϊκό βραβείο Λογοτεχνίας, μετά από παρέμβαση της Καθολικής εκκλησίας. Από τότε ο κόσμος έχει βιώσει και παρακολουθήσει αλλεπάλληλες θρησκευτικές αψιμαχίες, άδικους πολέμους, Οδύσσειες μετανάστευσης και αναζήτησης νέων παραδείσων, αλλεπάλληλους ταξιδευτές να χάνονται μέσα σε σκοτεινές θάλασσες και ωκεανούς, στοιχειώνοντας τόπους και συνειδήσεις, αλλεπάλληλες μυθικές ουτοπίες να καταρρέουν και νέες ψηφιακές να αναδύονται.
Με την “Άγνωστη Νήσο” τους η Σοφία Κυριακού και η Λία Πέτρου επιχειρούν μια ιδιοσυγκρασιακή χαρτογράφηση του τρόπου που ονειρευόμαστε μέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες και σ’ έναν τόπο τόσο καθορισμένο από τη φαντασίωση του νησιού και το ταξίδι όπως η Ελλάδα. Επαναπροσεγγίζοντας την ιδέα της περιήγησης, ανιχνεύουν τις σχέσεις μας με το μυθικό και την ουτοπία, με την επιθυμία και την κατανάλωση, με την τεχνολογία και το φυσικό περιβάλλον και, εντέλει, τις δυναμικές αυτο-διαμόρφωσής μας μέσα από αυτές.
Κι όπως η Άγνωστη Νήσος του Σαραμάγκου ―καράβι και νησί εν τη γενέσει, παραμύθι και παραβολή στις παρυφές των Ντελεζιανών έρημων νησιών― μπαινοβγαίνοντας στον μύθο καταφέρνει να θρυμματίσει τις ισοπεδωτικές του νεωτερικές ερμηνείες και να αναζωπυρώσει το elan μιας αποχώρησης από τον σύγχρονο απάνθρωπο κόσμο μας και μιας δημιουργίας του κόσμου εκ νέου, έτσι και τα έργα αυτής της έκθεσης-ταξιδιού χρησιμοποιούν τον μύθο ως συμπαντική λαγουδότρυπα: τον ενεργοποιούν και τον απενεργοποιούν προκειμένου να τον εξερευνήσουν, να τον αποσυναρμολογήσουν και τελικά να τον επανασυντάξουν με νέες ελαστικότητες προς καινοφανείς ουτοπίες. Μ’ αυτό τον τρόπο η έκθεση γίνεται και το δώρο του ταξιδιού, και η φαντασίωση της ουτοπίας, και το καράβι και το νησί. Γιατί κι αν ακόμα «τέλειο νησί» (όπως και θεός) δεν υπάρχει, όταν υπάρχει η ελπίδα, σαν καράβι στο τέρμα του ορίζοντα που αποχαιρετά την πόλη, τότε μπορεί και κρατιέται ζωντανό το όνειρο για μια πιο ανθρώπινη, τρυφερή και ειρηνική κοινωνία.
Το όνειρο των νησιών.
Πληροφορίες
Καλλιτέχνιδες - διοργάνωση: Σοφiα Κυριακου & Λια Πετρου
Επιμελήτρια: Γκέλυ Γρυντάκη
Ιστορική Βιβλιοθήκη Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη, 2ας Μεραρχίας 36 & Ακτής Μουτσοπούλου, Πειραιάς 18535 και Σταθμός Μετρό «Δημοτικό Θέατρο», επίπεδο εκδοτηρίων
24 Μαΐου - 07 Ιουνίου 2024
ENGLISH
Dreaming of the islands
Dreaming of islands—whether with joy or in fear, it doesn't matter—is dreaming of pulling away, of being already separate, far from any continent, of being lost and alone—or it is dreaming of starting from scratch, recreating, beginning anew.
Desert islands, Gilles Deleuze
The island, or rather the idea of the island, has always functioned as a vision of an alternative reality because of its own nature: bounded by the sea, distinct from the rest of the world and therefore with possibilities of isolation and unbridgeable distance from the relentless carnivorous known human civilisations, the island enables the wildest imagination.
Favourite pretext for futuristic imagery, a place where fears and hopes intersect, from the Atalanta of the Platonic Timaeus to More's Utopia, from Doctor Moreau's Island to the small island of Virginia Woolf's Lighthouse, literature is full of desert or inhabited, wild or hospitable, imaginary or unimaginable Islands where hidden treasures are found, unknown races of humans or other creatures, islands of retreat, exile, utopias or dystopias, places of desire and fantasy or places of refuges, disillusioned, dispossessed, misanthropic persons or scientists who make impossible machines, fertile land for societies that have overthrown all normalities or just places of castaways who either rediscover there their lost connection with nature or just reproduce their well-known models of life.
For the French philosopher Gilles Deleuze, the appropriation of the island by a literature that reproduces and projects the (bankrupt) dream of modernity was what killed its mythical primordial essence. In one of his first essays, "Desert Islands" (1953), he talks about the two kinds of islands according to geographers, the continental and the oceanic, and how the mythical imagination followed the inherent drive of their creation (the ones separated from a continent, the others made from underwater eruptions) with different purposes:
It is no longer the island that is separated from the continent, it is humans who find themselves separated from the world when on an island. It is no longer the island that is created from the bowels of the earth through the liquid depths, it is humans who create the world anew from the island and on the waters.
In this case, even if the desert island were inhabited by humans, its essence would remain unscathed, for humans would be part of the elan that produced it ―its Bergsonian vital impetus― thus embodying the island's clear consciousness. Only then geography and the imagination would be one, says Deleuze.
But this is not the case. Dreaming of islands, as it is subject to the modern interpretations of myth and the new myths that emerge from them, seems to recycle all the already known ways of life and thought; it is neither detached from them nor re-created in the midst of the ocean.
“Give me a boat.”
In Jose Saramago's” The Story of the Unknown Island," a man and a woman risk leaving behind their security and venturing out into the dark sea to discover themselves, experience the vertigo of essential human encounters, and make a fresh start through a daring personal mission: the search for an island that is not on the map because it has not yet been discovered—an unknown island.
Willing to provoke Saint Anselm’s argument that God exists because, as perfect and the greatest of all beings, he must include the quality of existence, Gaunilo, a contemporary of Anselm, assumed the corresponding "existence" of the perfect islands. An island greatest of any other island, and which, as perfect, just like Anselm’s God, ought to exist. Of course, the island here is just an example to prove the slipperiness of the ontological argument, but who hasn’t imagined paradise as an island?
Saramago's heroes seem to be moving around this concept of the" perfect " island, but not for Gaunilo's purposes. The protagonist stubbornly believes in the existence of an unknown island. The island he envisions, this utopian place, cannot but exist –it is an existential imperative· it is simply that no map has recorded it yet. Perhaps because if it had been recorded, it would have stopped being utopian (a utopia can only be imaginary; reality always oxidises it). Perhaps because if it had been recorded, modernity’s narratives would have killed its idea.
“To go in search of the unknown island.”
One specific memory I hold from my youth is the feeling I got from an old summer advertisement for a shipping company, a large poster that appeared during several summers in the city, presenting the sea, vast and calm at sunset, a huge passenger ship on the horizon and an inscription above: Goodbye Athens. I remember watching the poster, those unbearably hot Athenian summers, sweaty and cramped in the packed bus that would take me to the University for a workshop or to take an exam and dreaming of the islands.
The sea, especially the sea of the island, was a destination that marked our summer dreams· childhood holidays on the beach, sand, castles and rakes, teenage melancholy under the August full moon, backpacks, tents, decks― pebbles, cocktails, tunics, Cycladic rocks, Ionian green. The summer island imagery was making the dream that fed our winters, the archetypal happy place, regardless of age.
Where was the ship going? Did it matter? What actually mattered was the very island and the fantasy of being cut off from reality. The realisation of its essence.
“And what unknown island is this that you want to look for?" "If I could tell you that, then she wouldn't be unknown.”
For Deleuze, literature begins when the primordial myth fails. In other words, literature offers a possibility to interpret or reconstruct the myth when we have forgotten it or our current cultural grammar does not help us decipher it anymore.
Most of the time, though, according to the philosopher, literature kills the myth by flattening it into current normative cultural schemes. He observes this kind of crushing in classical "Island" stories such as Robinson Crusoe, where the myth is reproduced according to the capitalist model, naturalising and consolidating it.
With “The Story of the Unknown Island", Saramago, as he confesses in his diaries, wanted to explore the places of symbolic writing in order to shatter the intellectual gravity of the myth. But by shattering the literary myth, he actually frees the island's elan. The vital impetus that will allow the Unknown Island to be cut off from the evils and impasses of modern civilisation; the (imaginary or not) (re-)creation of a fresh model of life.
“Nonsense, there are no more unknown Islands. They're all on the maps.”
Every exhibition is a trip—a rediscovery of space, or rather a reconnection with it, through art and its special lenses. Touring the exhibition spaces activates thinking, empathy, and memory, recalls images, emotions, and sounds from the past, highlights dead ends and norms, and fertilises unexpected associations.
With their” Unknown Island ", the artists Sophia Kyriakou and Lia Petrou invite the public to an exhibition-walk-trip towards and beyond the boundaries of the exhibition’s space and time in a search for the idea of the unknown island, entering into old and new myths. After all, the idea of travel, especially maritime travel, is deeply connected with Greece, a country defined since antiquity by its geopolitical position, relationship with the sea, naval activity, and myths. Tracing the ideal of the island as a symbol of utopia in local and global narratives over the centuries, the two artists create an idiosyncratic and sensitive dialogue between our stereotypical perceptions of the island and the travel, the expectations they inspire and how our relationship with the world, nature and the future is shaped through them.
The exhibition’s journey begins at the Metro Station “Dimotiko Theatro”, with the dream-like installation “Entrance-Exit”, where the audience meets Saramago's thoughts while "entering" the fantasy of the islands before being led to the Aikaterini Laskaridis Foundation. Their artistic research, which is developed around the foundation's rich Historical Library and archive, its naval collection and the Nelson collection, runs in a critical and imaginative manner through the dominant colonial narratives and their manifestations in our human experience and ecological consciousness.
“Only the known islands are on the maps.”
The artificial islands of Sophia Kyriakou ―constructed by trivial findings, found objects, which the artist has been collecting for years in a personal "archaeology" of the modern object― hold a sensitive balance between the decorative and the trivial, while keeping the aura of subtle irony that accompanies the phenomenology of the garbage.
The artist is inspired by the Great Pacific Garbage Patch, the" unknown island " created by the concentration of non-soluble waste in the North Pacific, for a series of unexpected artefacts made by microplastics. Based on modern materialism, these artefacts trigger philosophical reflections on the postcolonial cultural landscape, consumerism, the future of the planet, and our certainties and uncertainties around beauty and happiness.
At a time when modern knowledge and technologies have deprived us of the allure of the mysterious and the unmapped, Kyriakou’s ornament-islands that, like the artificial island of the Pacific, are not found on any map, challenge known geographies.
Finding no place on the map, though, the Great Pacific Garbage Patch is not recorded in the collective imagination either. The lack of representation means the lack of reality. By bringing it to the exhibition space through her Islands-signs, the artist expands the dialogue on sustainability but also invites viewers to confront bitter reality: the irreversible ocean pollution, an inevitable consequence of the modern, capitalist-imposed search for happiness in consumption.
How much can we re-create the world when we produce such an unimaginable amount of non-biodegradable waste? How can we start all over again since there are no unknown Islands anymore? To this seemingly unbeatable futility, Kyriakou responds with her elaborate islands as well as with sensitive collages that, starting from and through documents of old-time travelers from the Foundation’s archive, open critical dialogues between the past and the now. On the one hand, these works function as para-cultural structures that, materialistically based on chance, are challenging the idea of the sublime. On the other hand, they demonstrate a playful conceptual introversion intent that, provoking and/or reversing ―seemingly― the Berxonian elan, ultimately seeks fresh starting points for solutions within the existing material-social landscape through new partnerships, synergies and connections. This way, through assemblage and collage process, she deduces her artistic practice to a conceptual exploration of a democracy of matter. Within this state of infinite material possibilities, Kyriakou chooses to creatively "stay", according to Donna Haraway, "with the problem".
“He used to say that each man is an island but since that had nothing to do with me being a woman I paid no attention”
Similar threads of connection between the present and past are investigated through her embroidered handkerchiefs, postcards and stamps by the artist Lea Petrou. Her axis here is shaped by the mythical and the traditional, as we find them in Homer or Greek tradition: in the normative narratives that revolve around the waiting woman, the woman who first waves the handkerchief and then patiently expects her sailor husband to return, while embroidering, weaving or knitting. Travel, just like urban strolling, has always been around man. The male exclusiveness in the initiative and leadership of a sea adventure is a stereotype still unbreakable. Through the maps and escape points revealed in Petrou's works, the female desire to travel is re-created and visualised, causing cracks in systemic, normative patterns.
This quality of the cracking, the fragility of literary myth’s dominant narratives, is also found in her delicate ceramics that are diffused in the exhibition space, reconstructing and revising gender stereotypes around professions and occupations such as sewing, cartography, pottery or shipping, suggesting to the public a widening of the gaze from the Homeric Penelope to Lady Hamilton, Admiral Nelson's "disgraced" mistress, a woman whose life and reputation were trapped and distorted in Georgian England’s rigid social principles. The lady, whom both artists frame empathetically with their work, was not only the admiral’s patient Penelope, but also his advisor and support in difficult decisions. However, after his death, she was denounced by British upper-class society as the cause of dishonouring a prominent member.
Such ghosts of order and civility, as well as the idea of utopia, stir through Petrou’s terrariums, which leave a bitter aftertaste of an orderly canned nature. At the same time, the confrontation between her fragile ceramic universe and the insoluble, non-biodegradable, eternal microplastics of Kyriakou violates the established dualistic view of our world: the positive and the negative, the good and the evil.
“Around midday with the tide the Unknown Island finally set to sea, in search of itself.”
Saramago's tender story was written in 1997 on an island, Lanzarote, where the author had withdrawn after the Portuguese government rejected his European Literature Prize nomination after an intervention by the Catholic Church. Since then, the world has experienced and witnessed successive religious skirmishes, unethical wars, odysseys of migration and the search for new paradises, successive travelers getting lost in dark seas and oceans, haunting places and consciences, successive mythical utopias collapsing and new digital ones emerging.
With their” Unknown Island " Sofia Kyriakou and Lea Petrou attempt an idiosyncratic cartography of how we dream in these new conditions and within a place as defined by the island's fantasy and travel as Greece. By re-approaching the idea of touring, they trace our relationships with Utopia and myth, desire and consumption, technology and the natural environment and, ultimately, our self-shaping dynamics through them.
And just like the Unknown Island of Saramago ― a ship and an island in becoming, tale and parable on the outskirts of the Delesian desert islands― in and out of the myth, it manages to shatter its demolishing modern interpretations and rekindle the elan of a departure from our modern inhuman world to create a world anew, so the artworks of this exhibition use myth as a rabbit hole: they turn it on and off in order to explore it, dismantle it and finally re-construct it with new flexibility towards novel utopias. This way, the exhibition becomes both the gift of travel and the fantasy of utopia: the boat and the island. Because even if a "perfect island " (like God) does not exist, when there is hope, like a ship at the end of the horizon that bids farewell to the city, dreaming of a more humane, tender and peaceful society can still be in.
Dreaming of the islands.