Με τα μάτια της Dora Maar
Στην έκθεση της Tate Modern, το πρωτοποριακό έργο της μπαίνει σε πρώτο πλάνο στη θέση που του αξίζει, πέρα από τη θρυλική σχέση της με τον Πικάσο
Κοιτάζοντας κανείς εικόνες της Dora Maar δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί γιατί η δουλειά της δε βρίσκεται στο πάνθεο των μεγάλων φωτογράφων του 20ου αιώνα, δίπλα στον Brassai, τον Bresson και τον Winogrand για τη αναπάντεχη ματιά στην πόλη, στον Avedon και τον Penn για την ανατρεπτική και ευφάνταστη φωτογραφία μόδας ή στον Man Ray και τον Ernst όσον αφορά στο σουρεαλιστικό στοιχείο. H ανάδειξη της υψηλής ποιότητας της δουλειάς της, της πρωτοτυπίας και της ακατάπαυστης αυτο-επινόησής της, όλα χαρακτηριστικά μιας κατεξοχήν καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας, επιβεβαιώνει ότι στη μετά #metoo εποχή που διανύουμε η ιστορία της τέχνης ξαναγράφεται μέσα από δουλειές που μέχρι τώρα παράβλεπε, οι οποίες δεν αρκεί να συμπεριληφθούν απλώς, αλλά οφείλουν να παίξουν ενεργητικό ρόλο στην ανασυγκρότησή της.
Στη νέα ιστορία της τέχνης λοιπόν, η Γαλλίδα φωτογράφος δεν είναι μια ακόμα ερωμένη του Πάμπλο Πικάσο, αλλά η αυτόφωτη και ιδιοφυής δημιουργός η οποία, περνώντας από τη ζωή του, ενεργοποίησε μια δυναμική αλληλόδραση με αντίκτυπο στις γραμμές επιρροών και των δυο τους. Για τη σχέση τους όμως έχουν ήδη γραφεί πολλά, σίγουρα περισσότερα από όσα έχουν γραφεί για τη δουλειά της. Αυτή την άνιση κατανομή πληροφορίας επιχειρεί να διορθώσει η μεγάλη αναδρομική έκθεση που «τρέχει» στην Tate Modern, στην οποία φωτίζεται η καλλιτέχνης και προσωπικότητα Dora Maar.
Μέσα από δυσεύρετο υλικό που περιλαμβάνει πάνω από 200 φωτογραφίες, φωτοκολάζ και πίνακες, παρακολουθούμε την εντυπωσιακή καριέρα μιας καλλιτέχνιδας που στο μεσοπόλεμο υπήρξε πρότυπο μοντέρνας γυναίκας. Η συναρπαστική ζωή της κινήθηκε «στα όρια πραγματικότητας και μύθου» και η πορεία που ακολούθησε στο χώρο των τεχνών υπήρξε αυτόνομη κι εντελώς ιδιοσυγκρασιακή, μεταξύ φωτογραφίας μόδας, σουρεαλιστικού φωτομοντάζ, φωτογραφίας πόλεως και ζωγραφικής.
Κοσμοπολίτισσα, τολμηρή και περίεργη – προνομιούχα σαφώς, καθότι προερχόμενη από ευκατάστατη οικογένεια –, ξεκινώντας από ένα στούντιο φωτογραφίας, πολύ σύντομα ενσωματώνεται στους κύκλους των σουρεαλιστών με τους οποίους μοιράζεται κοινές πολιτικές πεποιθήσεις. Γίνεται στενή φίλη των Paul και Nush Eluard, των αδερφών Prevert και του Breton τους οποίους αποθανατίζει σε υπέροχα φωτογραφικά πορτραίτα. Ο Man Ray είναι θαυμαστής της και ο Bataille εραστής της. Εργάζεται για το φιλμ Το έγκλημα του κυρίου Λανζ του Jean Renoir και δηλώνει θερμή υποστηρίκτρια της αγκίτ-προπ αριστερής καλλιτεχνικής ομάδας Group Octobre.
Τα περίφημα ονειρικά φωτοκολάζ της την κάνουν περιζήτητη στη διαφήμιση και στη μόδα. Μέσα από αυτά η παράδοξη, αισθησιακή και ενίοτε κωμική χρήση του λεξιλογίου της σουρεαλιστικής εικονοποιίας – γυμνά μέλη γυναικείου σώματος, βολβοί ματιών, κοχύλια ή πιόνια σκακιού – λειτουργεί δεικτικά ως πλατφόρμα υπαινικτικής έκφρασης κοινωνικοπολιτικής κριτικής. Το σουρεαλιστικό στοιχείο, άλλωστε, μοιάζει να την στοιχειώνει καθώς εκδηλώνεται μοναδικά και σε φωτογραφίες δρόμου. Σε αυτά το μπαρτικό punctum, το παράδοξο και το ευτράπελο εντοπίζονται στο απρόσμενο σήκωμα μιας φούστας, στη μυστήρια στάση ενός παιδιού ή στην περίεργη γωνία θέασης ενός αγάλματος.
Καθώς η δουλειά της Maar διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, η έκθεση, εκτός από αποτύπωση της αξιοσημείωτης ευελιξίας της ανάμεσα σε διαφορετικά είδη φωτογραφίας και ζωγραφικής και της εντελώς προσωπικής ματιάς της, διαβάζεται και ως άτυπο ιστορικό ντοκουμέντο. Τόσο πάνω στη διαμόρφωση της γλώσσας του σουρεαλισμού όσο και στη ζωή στα ευρωπαϊκά αστικά περιβάλλοντα όπου περιηγήθηκε.
Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η Maar αποσύρεται μυστηριωδώς από κοινωνικές συναναστροφές και στρέφεται σχεδόν ολοκληρωτικά στη ζωγραφική, ξεκινώντας από τον κυβισμό (με προφανείς επιρροές) για να καταλήξει στην αφαίρεση. Αργότερα αναπτύσσει την προβληματική της αφαίρεσης και στη φωτογραφία, στην οποία επιστρέφει τη δεκαετία του ’80, πειραματιζόμενη πια με φωτογραφικά διαλύματα. Οι «φωτογραφίες χωρίς κάμερα» που προέκυψαν με αυτή την πρακτική αποτέλεσαν την τελευταία φάση της καριέρας της. Μιας πορείας διαποτισμένης μέχρι τέλους από ένα ασίγαστο πάθος για καινοτομία και για αναζήτηση των ορίων και των εκφραστικών δυνατοτήτων του φωτογραφικού μέσου.