Καλλιτεχνικές βεντέτες, χρώματα και ψυχαναλυτικές προκλήσεις


IMG_7506.jpeg

 

Anish Kapoor και Nathalie Djurberg &Hans Berg στην Lisson Gallery

 

Το 2014 ο Anish Kapoor απέκτησε μια περίεργη αποκλειστικότητα. Αγόρασε τα δικαιώματα της χρήσης ενός τρομερού χρώματος (όσο περίεργη κι αν ακούγεται αυτή η φράση).  

Το Vantablack που μοιάζει να προήλθε μέσα από τις ονοματοποιήσεις της J.K. Rowling αν όχι τον κόσμο του Lovecraft είναι το πιο μαύρο μαύρο που έχει ποτέ κατασκευαστεί, ικανό –λέει η κατασκευάστρια εταιρεία Nanosystems- να απορροφά το 99.96% του φωτός. Αυτό το μεταφυσικά ερεβώδες χρώμα μπορεί πλέον να το χρησιμοποιεί μόνο ο Anish Kapoor με μια κίνηση που ισορροπεί μεταξύ performative πράξης και εμπορικού τρικ ή απλώς παιχνιδιού εξουσίας. Όπως και να ‘ναι ο καλλιτεχνικός κόσμος δεν επιδοκίμασε ιδιαίτερα αυτή την πρωτοβουλία. Όταν λοιπόν δυο χρόνια αργότερα ο καλλιτέχνης Stuart Semple –και μετά από δουλειά δέκα χρόνων- παρουσιάζει το ‘PINK”, το πιο ροζ ροζ που έχει ποτέ κατασκευαστεί, το διαθέτει στην αγορά για όλους με μια εξαίρεση. Όπως θα περίμενε κανείς η εξαίρεση είναι ο Anish Kapoor. Το χρώμα απαγορεύεται να διατεθεί είτε στον ίδιο είτε σε συνεργάτες του. 

Ο Kapoor –παρότι δίχως μεγάλη αδυναμία στο ροζ χρώμα αν κρίνουμε από τη σπάνια εμφάνισή του στη δουλειά του- ανταποκρίνεται στη βεντέτα με μια ήδη θρυλική φωτογραφία γνωστής υβριστικής χειρονομίας με το επίμαχο δάχτυλο (του) βουτηγμένο στο “PINK”.  

Ο Stuart Semple δεν μένει άπραγος στο εκφραστικό νεύμα του συναδέλφου του. Διατηρώντας το σασπένς στις καλλιτεχνικές ίντριγκες πριν λίγους μήνες βγάζει στην αγορά το Black 1.0 Beta pigment, ένα ακόμα φοβερό και τρομερό μαύρο χρώμα –«το πιο φλατ, ματ, μαύρο υλικό τέχνης στον πλανήτη» όπως το περιγράφει- μια εκδοχή ουσιαστικά του σατανικού Vantablack με άρωμα κεράσι (!) το οποίο για μια ακόμη φορά είναι διαθέσιμο σε όλους εκτός –φυσικά- από τον Anish Kapoor.  

Περιμένοντας την απάντηση του Βρεττανού καλλιτέχνη με τις εξωτικές καταβολές –Ινδός πατέρας, μητέρα μισή Ιρακινή μισή Εβραία- περνάμε μια βόλτα από την τελευταία ατομική του έκθεση στον κύριο χώρο της Lisson Gallery στη Lisson Street του Βορειοδυτικού Λονδίνου, που φέτος μάλιστα κλείνει 50 χρόνια λειτουργίας. Εδώ δεν πρωταγωνιστεί ούτε το μαύρο ούτε το ροζ αλλά ένα από τα πιο αγαπημένα χρώματα του διάσημου δημιουργού, στο οποίο –απ΄ όσο ξέρουμε- δεν έχει, ακόμα τουλάχιστον, κάποια αποκλειστικότητα, το κόκκινο.   

Μια μικρή παρένθεση εδώ: Ο Anish Kapoor μπορεί να φαίνεται αλαζόνας, μπορεί και να είναι, είναι όμως επίσης ένας από τους σημαντικότερους και επιδραστικότερους δημιουργούς της γενιάς του. Πέραν του διαρκούς του αναστοχασμού πάνω στη γλυπτική, τη ρευστότητα της αντίληψης και τη σχέση έργου και θεατή, των προβληματισμών που θέτει πάνω στην έννοια του χώρου με υπερμεγέθεις κατασκευές και ψευδαισθησιακούς αντικατοπτρισμούς, της ουσιαστικής μίξης πολλαπλών πολιτιστικών στοιχείων με κοινωνικοπολιτικές και θεολογικές προεκτάσεις και του διαλόγου που ανοίγει με τη βιολογία και γενικότερα τις θετικές επιστήμες είναι ταυτόχρονα ένας δυναμικός ακτιβιστής υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων με συχνές δηλώσεις και δράσεις και πιο πρόσφατη τη δωρεά του βραβείου Genesis -ενός εκατομμυρίου δολαρίων- που έλαβε τον περασμένο Φεβρουάριο προς βοήθεια των προσφύγων από τη Συρία.  

Από τη φρέσκια του έκθεση στη λονδρέζικη γκαλερί πάντως σίγουρα δε βγαίνει κανείς με ελαφρά καρδιά. Πιστός –και αποτελεσματικός- στις αναζητήσεις του σχετικά με τη σχέση γλυπτικής και ζωγραφικής και τη δράση διαφορετικών χρήσεων και ποιοτήτων του χρώματος, ο καλλιτέχνης παρουσιάζει μια σειρά πινάκων και γλυπτών με βάση μια ευρεία παλέτα του κόκκινου. Αν στους αφαιρετικούς πίνακες του όμως οι διακυμάνσεις του χρώματος λειτουργούν με μια ίσως θεολογική αύρα και ενδεχομένως ψυχαναλυτικές διαστάσεις θυμίζοντας γήινα ή ονειρικά περιβάλλοντα, στα τρισδιάστατα γλυπτά του οι σάρκινες ποιότητες που προκύπτουν γίνονται μάλλον ενοχλητικές, προβάλλοντας από τα δωμάτια της γκαλερί σαν γκραν γκινιόλ κρεάτινα εμπόδια που γεμίζουν ασφυκτικά τους χώρους, καθώς ενίοτε πολλαπλασιάζονται μέσα από κοίλες κατοπτρικές επιφάνειες. Κάποιες στιγμές νομίζεις ότι μυρίζεις το αίμα. 

 

Μπαίνοντας στο δεύτερο χώρο της γκαλερί, στον παράλληλο δρόμο της Bell street, δεν θα ‘λεγα ότι φτιάχνουν τα πράγματα. Εδώ παρουσιάζεται η δυνατή συνδυαστική δουλειά της εικαστικού Nathalie Djurberg και του μουσικού Hans Berg (Σουηδοί αμφότεροι), Who am I to Judge, or, It Must be Something Delicious. Πρόκειται για τρεις ταινίες μικρού μήκους stop motion όπου πρωταγωνιστούν φιγούρες που άλλοτε παραπέμπουν σε κόμικς και άλλοτε σε παιδικά παραμύθια μαζί με μια εγκατάσταση με τις ίδιες φιγούρες. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν έχει σκοπό ούτε να ευθυμήσει ο θεατής ούτε να παρασυρθεί από ένα γοητευτικό αφήγημα. Αντιθέτως περιγράφει το πώς οι δυο αυτές λειτουργίες μπορούν να γίνουν όχημα για οξεία κοινωνική κριτική – στο Worship (2016) σχολιάζεται ωμά η βιομηχανία του πορνό- ή για μια άβολη κατάβαση στα θεμέλια του ερωτισμού – στο Delights of an Undirected Mind (2016) ανιχνεύεται η παιδική σεξουαλικότητα ενώ το Dark Side of the Moon (2017) είναι μια αλληγορία για το πώς το μυστήριο και η φοβία λειτουργούν πάνω στη λίμπιντο.  

Οι υβριδικές γκροτέσκες φιγούρες της Djurberg - εσκεμμένα άσχημες και ακαθόριστα οικείες- μέσα σε μια αδιάκοπη σχεδόν εφιαλτική κινητικότητα επιδιώκουν επιτυχημένα να γίνουν ανυπόφορες. Την ίδια στιγμή η τελετουργικά και υπνωτιστικά επαναλαμβανόμενη electronica του Berg ενισχύει τη διάδραση της εικόνας με προσωπικούς φόβους, απωθημένες μνήμες αλλά και γνώριμες καθημερινές αναφορές αποσταθεροποιώντας στερεότυπα και προκαλώντας ανεπιθύμητους συνειρμούς.  

Κι αν ενδεχομένως ο Μπατάιγ και ο Ντελέζ να χειροκροτούσαν ενθουσιωδώς από κάποια γωνία ο θεατής, μετά μάλιστα και από τα αιματηρά γλυπτά του Kapoor φεύγει έχοντας δει πολύ καλή τέχνη μεν, ψυχικά εξουθενωμένος δε.  

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ελculture τον Απρίλιο του 2017