Πόσο καιρό αντέχει να κλαίει κανείς;
Η αίθουσα με τις μεγάλες κοντινές selfies της Tracy Emin, με την οποία ξεκινά η νέα της έκθεση στην Whitecube, αν και μοιάζει με έκρηξη ματαιοδοξίας αποτελεί μάλλον μια ιλιγγιώδη εισαγωγή στην αϋπνία που την ταλαιπωρεί από μικρή. Είναι επίσης και μια εισαγωγή σε ένα σόου που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως παραλήρημα αϋπνίας:
Τις ώρες της αϋπνίας κάθε μου λάθος, κάθε μικρό κατάλοιπο ενοχής επιστρέφει και με στοιχειώνει.
Μια έκθεση ‘λαθών’, ενοχών και παρελθόντος λοιπόν, μια έκθεση-κάθαρση όμως ταυτόχρονα, όπου μέσα από τη συμφιλίωση με τη ζωγραφική της, η δημιουργός συμφιλιώνεται και με ένα ασήκωτο παρελθόν που έκλεισε με την απώλεια της μητέρας της.
Η Emin μέσα από έργα ζωγραφικής και γλυπτικής, προσωπικά αντικείμενα, σημειώσεις και φιλμ, θρηνεί τη μητέρα της, χαμένα μέλλοντα και προσδοκίες και διαλαλεί χωρίς ντροπή τόσο την μοναξιά όσο και την πνευματικότητά της:
Όσοι με ξέρουν γνωρίζουν ότι είμαι πάρα πολύ πνευματικός άνθρωπος. Δεν είναι τόσο ότι πιστεύω στο θεό όσο ότι πιστεύω στα πάντα μας λέει στη συνέντευξη τύπου. Το χρειάζεται κανείς αυτό όταν είναι μόνος.
Την ίδια στιγμή το έργο της δεν παύει να αφορά στην αντιμετώπιση των κακοποιημένων γυναικών μέσα από τραγικά προσωπικά της βιώματα -βιασμοί, μια παραλίγο θανατηφόρα έκτρωση- και, αν και εξυπακούεται ότι στηρίζει το κίνημα #metoo, εξοργίζεται όταν αποδίδουν τη δουλειά της εκεί:
Εγώ για όλα αυτά μιλάω 30 χρόνια, δεν περίμενα να τα κάνω θέμα τώρα μόνο λόγω #metoo. Φαντάσου τόσα χρόνια όλοι να σου λένε ότι αυτό που κάνεις είναι λάθος και ξαφνικά να ξυπνάς μια μέρα και να καταλαβαίνεις πως ήταν σωστό και σημαντικό και ότι πια σου επιτρέπεται να μιλάς.
Οι πίνακες, γεμάτοι αίμα και πόνο, μουτζουρωμένοι, ταλαιπωρημένοι και άγριοι, ενίοτε σαν γρατζουνισμένοι με τραχιές χειρονομίες, σβησμένες φιγούρες και λόγια, αναδεικνύουν μια νέα ωριμότερη, πιο αποφασιστική πια εξπρεσιονιστική γραφή, ενώ τα φρέσκα τεράστια στιβαρά γλυπτά της είναι αυτά εντέλει που κυριαρχούν στους χώρους της γκαλερί και στη μνήμη.
Η ίδια, λαλίστατη, ευέξαπτη, αβόλευτη αλλά εξομολογητική, σαν κουρασμένη έφηβη ή σαν μεσήλικη ροκ σταρ της διπλανής πόρτας, αγανακτισμένη για το Brexit, την κακοποίηση των γυναικών και τα δικά της λάθη, συμφιλιωμένη πάραυτα με αλλοτινούς εφιάλτες, μοιάζει πλέον σίγουρη (ή έστω σχεδόν σίγουρη) για το ταλέντο που την έφερε ως εδώ και ονειρεύεται το εαυτό της, στα 80 πια, να ζωγραφίζει ακατάπαυστα τεράστιες επιφάνειες στο καινούριο -και αχανές- στούντιό της.
Έχω κάτι να περιμένω όταν γεράσω. Πρέπει όμως να μείνω υγιής συναισθηματικά και ψυχικά. Είναι σα να τρέχεις σε μαραθώνιο και εκεί είναι το τέλος. H δουλειά μου είναι ο αγώνας δρόμου μου.
Ο θρήνος, ο πόνος και οι ενοχές μιας ζωής δείχνουν να τελειώνουν για την Emin με το Fourtnight of tears.
Πόσο άλλωστε αντέχει κανείς να κλαίει, αναρωτιέται, ίσως για πάντα… Εγώ πάντως αντέχω δυο εβδομάδες. Μετά σταματάω.