Behind reality's wallpaper
English
Behind reality's wallpaper
It's thoughts — and just two Heart —
And Heaven — about —
At least — a Counterfeit —
We would not have Correct —
And Immortality — can be almost —
Not quite — Content —
J 495/Fr 362
Great art is sometimes super-historical. Νot in the sense of the non-political, but because, as a substance, it runs through existence by touching that plane of being beyond its manifestation as a species.
Emily Dickinson's poetry has this quality. The organicity of fertile earth, where everything begins and everything ends. That's why reading some of her poems feels like smelling the soil or hearing the rain.
Written in isolation —the deliberate isolation of her home in Amherst— and liberated, in this closed and personal world, from time, her poetry thus becomes universal; it has no apparent contact with her current and wildly vibrating historical context— the poet is free to converse with the eternal.
The political dimension of Dickinson's poetry lies, firstly, in her unique resonance with nature and eternity, as well as in her elegant use of irony as she handles certain metaphors by pulling them to the limits of grace (a sunset so light that you can Carry it in the Hand, the eloquence of the exasperated snowflake when it falls or the massacre of Suns).
Secondly, as a captive of her time's Puritanism, the theocracy of her community, the entrenched woman's image, Protestantism, tapestry, lace, family and social obligations —from which she escapes consciously and fearlessly with the resin of the "strange" but also of the myth— that is, captive of the female existence itself, she emerges, through her poetic power into a symbol of emancipation.
The political, therefore, using as materials nature and the experienced patriarchy, is poetically articulated upon the very seams of the visible world.
Dickinson's deliberate isolation —this refusal to engage in the daily pursuits of normality— at our present historic moment creates bewilderment. The poet seems never to have experienced any such kind of discomfort. She had always avoided it with care and wit, yet she often and deliberately creates it through her writing. And it is within this very discomfort that the work of Eleni Theofilaktou balances with incomparable grace. In the awkward detail of a hair part or a toy globe on the cabinet, in the bouquet of pencils coming out of the lamp ready for miracles, in the self-portrait of (as) Dickinson looking at us from her (almighty) Alabaster Chamber, safe now, with a puzzling —and slightly ironic actually— smile.
Theofilaktou's frames sometimes resemble prisons. The poet's famous daguerreotype, a figure captured by the light, immobilised to be photographed, in contradiction with her passionate and perpetual spirit that through her writings constantly roams across spacetime —her strong dominating personality— is starring and escaping at the same time. The hagiographic gold is dazzling as well as nightmarish; her spectral form is drowned under seas of words, faintly there or not there at all. Words stir and inter-weave like hair, like lace, words-braids, poetry, womanhood, creation.
Like Dickinson, Theofilaktou attempts to rip out the seams of reality, pull out her faded tapestry, reverse the regular performances, polish the alabaster and talk about primordial substances.
Choosing this pathway, she eventually seems to be "possessed", I dare say, by the poet. And I do not select "identified" as Dickinson, in her deliberate annihilation, becomes a quality, an idea, almost ceasing to have material substance.
And just as I return to Dickinson's poetry, seeking the primal wisdom of immanence in her words, so I return to Theofilaktou's art, seeking the redeeming destabilisation her images offer.
And that we need so much today.
TEXT THAT ACCOMPANIES ELENI THEOFYLAKTOU’ EXHIBITION THAT took PLACE IN LOLA NIKOLAOU GALLERY, 15/4-25/5/2021
Ελληνικά
Πίσω από την ταπετσαρία της πραγματικότητας
Σκέψεις — και μια διπλή Καρδιά —
Και ο Παράδεισος — τριγύρω —
Είναι τουλάχιστον — μια Πλαστογραφία —
Στου γνήσιου την απουσία —
Και η Αθανασία — μπορεί σχεδόν —
Όχι ακριβώς — να ΄ναι η Ουσία —
J 495/Fr 362
Η μεγάλη τέχνη είναι ενίοτε υπερ-ιστορική. Όχι με την έννοια του μη πολιτικού αλλά γιατί ως ουσία διατρέχει την ύπαρξη αγγίζοντας εκείνο το επίπεδο του είναι που δεν κοιτάζει την εκδήλωση του ως είδος.
Η ποίηση της Έμιλι Ντίκινσον έχει αυτή την ποιότητα. Την οργανικότητα του γόνιμου χώματος, εκεί που όλα αρχίζουν και όλα τελειώνουν. Γι’ αυτό και διαβάζοντας κάποια από τα ποιήματά της είναι σαν να μυρίζεις το χώμα ή να ακούς τη βροχή.
Γραμμένη μέσα στην απομόνωση —την εσκεμμένη απομόνωση του σπιτιού της στο Άμερστ— και απαλλαγμένη, μέσα σε αυτόν τον κλειστό και προσωπικό κόσμο, από τον χρόνο, η ποίησή της γίνεται έτσι οικουμενική, δεν έχει προφανή επαφή με το τρέχον και ιδιαιτέρως δονούμενο ιστορικό της πλαίσιο— η ποιήτρια είναι ελεύθερη να συνομιλήσει με το αιώνιο.
Η πολιτική διάσταση στην ποίησή της Ντίκινσον βρίσκεται, αφενός, σε αυτόν τον μοναδικό συντονισμό της με τη φύση και την αιωνιότητα, όπως και στην κομψή χρήση της ειρωνείας καθώς χειρίζεται κάποιες μεταφορές τραβώντας τις στα όρια της χάρης (ένα δειλινό τόσο ελαφρύ που μπορείς να το κρεμάσεις απ’ τον ώμο, η ευγλωττία της εξοργισμένης νιφάδας όταν πέφτει ή το μακελειό των ήλιων).
Αφετέρου, καθότι αναγκαστικά αιχμάλωτη του πουριτανισμού της εποχής, της θεοκρατίας της κοινότητάς της, της παγιωμένης εικόνας της γυναίκας, του Προτεσταντισμού, της ταπετσαρίας, της δαντέλας, των οικογενειακών και κοινωνικών υποχρεώσεων —από τις οποίες δραπετεύοντας φλερτάρει συνειδητά και άφοβα με τη ρετσινιά της «παράξενης» αλλά και του μύθου—, αιχμάλωτη δηλαδή τελικά της ίδιας της γυναικείας υπόστασης, αναδεικνύεται, μέσω της ποιητικής της δύναμης σε σύμβολο χειραφέτησης.
Το πολιτικό επομένως, με υλικά τη φύση και την βιωμένη πατριαρχία, αρθρώνεται ποιητικά πάνω στις ίδιες τις ραφές του ορατού κόσμου.
Ο ηθελημένος αναχωρητισμός της Ντίκινσον —αυτή η άρνηση να εμπλακεί στις καθημερινές επιτελέσεις της κανονικότητας— την τρέχουσα ιστορική μας στιγμή δημιουργεί αμηχανία. Και σε αυτή την αμηχανία, που η ίδια μοιάζει να μην βίωσε ποτέ, να αποφεύγει πάντα με προσοχή, και που όμως εσκεμμένα συχνά δημιουργεί η γραφή της, σε αυτή ακριβώς την αμηχανία είναι που ισορροπεί με απαράμιλλη χάρη η δουλειά της Ελένης Θεοφυλάκτου. Στην αμήχανη λεπτομέρεια της χωρίστρας ή της υδρογείου-παιχνίδι πάνω στο ερμάρι, στο μπουκέτο με τα μολύβια που βγαίνουν από το λυχνάρι έτοιμα για θαύματα, στην αυτό-προσωπογραφία της (ως) Ντίκινσον που μας κοιτάζει από το (παντοδύναμο) αλαβάστρινο δωμάτιό της, ασφαλής πια, με ένα αινιγματικό —και λίγο ειρωνικό είναι η αλήθεια— χαμόγελο.
Οι κορνίζες της Θεοφυλάκτου μοιάζουν ενίοτε με φυλακές. Η γνωστή δαγκεροτυπία της ποιήτριας, μια αιχμαλωτισμένη από το φως μορφή, ακινητοποιημένη για να φωτογραφηθεί, σε αντίφαση με το παθιασμένο και αεικίνητο πνεύμα της που μέσα απ’ τα γραπτά της περιφέρεται αδιάκοπα στο χωροχρόνο, —η ισχυρή προσωπικότητά της που επιβάλλεται παντού— πρωταγωνιστεί και διαφεύγει. Το αγιογραφικό χρυσό είναι εκτυφλωτικό αλλά και εφιαλτικό, η φασματική μορφή της πνίγεται κάτω από θάλασσες λέξεων, αχνοφαίνεται εξαφανίζεται ανατρέπεται. Οι λέξεις ανακατεύονται και πλέκονται σαν μαλλιά, σαν δαντέλα, λέξεις-πλεξίδες, η ποίηση, η γυναικεία φύση, η δημιουργία.
Όπως η Ντίκινσον έτσι και η Θεοφυλάκτου επιχειρεί να ξηλώσει τις ραφές της πραγματικότητας, να τραβήξει την ξεθωριασμένη της ταπετσαρία, να αναποδογυρίσει τις γνωστές παραστάσεις, να γυαλίσει το αλάβαστρο και να μιλήσει για προαιώνιες ουσίες.
Επιλέγοντας αυτόν τον δρόμο μοιάζει εντέλει να «διακατέχεται», θα τολμούσα να πω, από την ποιήτρια. Και δεν επιλέγω το «ταυτίζεται» καθώς εκείνη, μέσα στη εσκεμμένη εξαΰλωση της καθίσταται σε ιδιότητα, παύοντας πια σχεδόν να έχει υλική υπόσταση.
Κι όπως επιστρέφω στην ποίηση της Ντίκινσον αποζητώντας την αρχέγονη σοφία του εμμενούς στις λέξεις της, έτσι επιστρέφω και στη δουλειά της Θεοφυλάκτου, επιδιώκοντας την λυτρωτική αποσταθεροποίηση από το παγιωμένο που προσφέρουν οι εικόνες της.
Και που έχουμε τόσο ανάγκη σήμερα.
(Για τις αναφορές στα ποιήματα της Ντίκινσον χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις της Μαρίας Δαμολή από το βιβλίο Ντίκινσον Ε. , Ποιήματα, μτφ. Δαμολή, Μ., Γιαλός, 2011)